Τον Αύγουστο του ’68, στην Αλεξανδρούπολη, απολάμβανα καλοκαίρι και ραχάτι. Είχα γυρίσει από την κατασκήνωση, είχα γιορτάσει την Παναγιά με εκκλησιασμό, στρατιωτική μπάντα και στρατηγούς -να μη χορταίνει το μάτι παράσημα και καπελαδούρες- και είχα ξεπατωθεί στο παραλιακό «νυφοπάζαρο» κάθε βράδυ με την κομπανία μου. Χαμπάρι δεν πήρα για την άνοιξη της Πράγας ή για τον Μάη του ’68.
Η πολιτική με ενδιέφερε όσο και τη συνομοταξία μου, που έγραφε σε όλα τα τετράδια με κόκκινο στυλό: «Make love not war». Παρ’ όλ’ αυτά εντός, στα απόκρυφα πάθη της εφηβείας, κάτι σιγόκαιγε… Ηταν τόσο αστείες οι παράτες με Παττακούς και Παπαδόπουλους, που παρά το μικρό της ηλικίας μας λέγαμε ότι οι γελωτοποιοί δεν θα μπορούσαν να αντέξουν για πολύ. Λείπανε και μερικοί καλοί γείτονες στα «νησιά», κλαίγανε πίσω τα φοβισμένα τους γυναικόπαιδα…
Τον Μάη, που ξεσηκώθηκε το Παρίσι, στην Ελλάδα γινόταν εκείνο το κιτς δημοψήφισμα, «Ναι» ή «Οχι» στο Σύνταγμα… Κάτι γειτόνοι είχανε κολλήσει στα μέτωπά τους το «Ναι», από εκεί τους έμεινε το παρατσούκλι «οι Ναίδες», που μέχρι το ’85 ανελήφθη στους ουρανούς, χωνεμένο από την πολυσυλλεκτική μεταπολιτευτική πλειοψηφία…
Τα θυμάμαι όλα αυτά και κάνω λογαριασμούς αυτές τις μέρες που σύμπας ο Τύπος και τα δίκτυα υπενθυμίζουν τις επετείους. Ολα τα μαθήματα που πήρα από κείνη τη σημαδιακή χρονιά, λίγα χρόνια μετά τα απάγγελλα απ’ όξω κι ανακατωτά, στις γραφές, στην… πρόζα, στα μαχητικά πηγαδάκια της Σόλωνος. Ηταν εξαιρετικές οι απαγγελίες μου για την επαγγελία τους! Ακόμα και τις φωτογραφίες του Josef Koudelka από την Ανοιξη της Πράγας τις κρέμασα στο φοιτητικό δωμάτιο, πλάι στον Τσε και τον… Κάρολο.
Είχα μια… παράδοση να παρακολουθώ εξεγέρσεις από μικρή. Το χούι αποδίδω σε ένα βιβλίο που κουβάλησε ο Παντελής στο σπίτι λίγο πριν από το 1960. Καλοτυπωμένο, χοντρό, με μεγάλες φωτογραφίες. Είχε τίτλο «Hungary 1956» με φόντο τον τρούλο του αμερικανικού Πενταγώνου. Διαβάζοντάς το έμαθα για την εξέγερση στην Ουγγαρία…
Υπό το κράτος αυτής της ανάμνησης, που κλώθει εντός μου και κάνει συνειρμούς για επαναλήψεις, απολαμβάνω τα τελευταία πρωινά του φετινού θέρους. Από τη στέγη έχουν εξαφανιστεί τα σπουργίτια, έχουν μετακομίσει στα φορτωμένα ατρύγητα αμπέλια όπως κάθε χρόνο τέτοιο καιρό κι έχει μείνει στα πέριξ ένα ζευγαράκι δεκαοχτούρες. Τις ακούω να γουργουρίζουν, κι αναρωτιέμαι πώς ξέπεσαν αυτές οι «αστές» σε μια γειτονιά βουκόλων! Τις ακούω να ψέλνουν: «κουκουχτό… δεκαοχτώ». Είναι γκρίζες με μαύρο κολάρο η μια, και λευκή πιτσιλιά στην ουρά η άλλη. Ιδιες κι απαράλλαχτες με τις Αλεξανδρουπολίτισσες ομοειδείς τους που ζούσαν ακριβώς πάνω από το πατρικό μου. Είμαι σίγουρη ότι ήταν εκεί και το 1968!
Τους μοιάζουν κόλας… Τα γονίδια μεταβιβάζονται σε όλα τα όντα, πετούμενα… και έρποντα. Καμιά φορά σκέπτομαι ότι ευχή θα ήταν να κληρονομείται μαζί με πιτσιλιές ή χρωμοσώματα και η σοφία των ανθρώπων… Να κληρονομούνταν και τα παρατσούκλια, να μοιράζονταν με διαθήκες και τα βιβλία, να μην ξεχνούσαμε ποτέ όσα διαβάσαμε, τραγουδήσαμε, περιγελάσαμε και αποστηθίσαμε για τις πρόζες των ιδεών! Θα μπορούσαμε πολύ καλύτερα να καταλάβουμε όλα όσα γίνονται σήμερα τριγύρω και θα ήταν πιο εύκολο να παραστούμε στο παρόν και ν’ απολαύσουμε, βρ’ αδερφέ, τις ροές και τις επαναλήψεις…
Ροές στο χρόνο που είναι γεμάτος αίμα, πολέμους, λεηλασίες και ταπεινώσεις που μένουν για να τις αφηγείται η ιστορία. Μέσα στη ροή βέβαια άνθρωποι απαρατήρητοι χτίζουν σπίτια, ερωτεύονται, γεννούν παιδιά, τραγουδούν, γράφουν, λατρεύουν Θεούς. Είναι κι αυτό ζωή, που δεν απογράφεται… Γιατί κανένας σε κάθε τρελή εποχή δεν βρίσκει χρόνο να δει τα σπουργίτια που μεθάνε στ’ αμπέλια αυτό τον καιρό και τις δεκαοχτούρες που τραγουδούν πάνω στα σύρματα γνώριμους ήχους. Είναι «η ζωή» και η μόνη κληρονομιά των «απαρατήρητων» όντων του πλανήτη…