Γιάννης Σιδηρόπουλος
Σε τέσσερα επίπεδα εκτυλίσσεται η υπόθεση της ανασυγκρότησης το χώρου των ΜΜΕ που ξεκίνησε η κυβέρνηση και παρά τις καθυστερήσεις (αναγκαστικές σε κάποιες περιπτώσεις) αποδεικνύεται ότι μαζί με τη Δικαιοσύνη είναι τα δύο πεδία με εξέχουσα θεσμική σημασία και ισχύ, όπου έχει επιδείξει αποφασιστικότητα και μάλλον αποτελεσματικότητα. Μια πορεία που κυριαρχείται από την κατάρρευση αρκετών μύθων…
Ο επιτυχημένος διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες
Το ένα επίπεδο είναι ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες, που ολοκληρώθηκε αποφέροντας ένα ιλιγγιώδες ποσό στο δημόσιο και που, σε κάποιο βαθμό, «θεραπεύει» μια 25ετία κατά την οποία το μιντιακό κατεστημένο εκμεταλλεύτηκε δημόσιο αγαθό χωρίς αντίτιμο ενώ αντίθετα χρηματοδοτήθηκε αφειδώς από το χρεωκοπημένο και ανακεφαλαιοποιημένο με χρήματα των φορολογουμένων τραπεζικό σύστημα. Η διαδικασία ήταν επίσης πολύ καλά σχεδιασμένη και ,αν και εξαντλητική, αποδείχτηκε εκ του αποτελέσματος ότι ήταν αδιάβλητη όπως επίσης διαψεύστηκαν και τα σενάρια της συνομωσίας (που γελοιωδώς διέδωσαν και ανασφαλείς πολιτικοί) ιδιαίτερα για όσους κατήγγειλαν τη διαδικασία πήραν μέρος, νομιμοποιώντας την, και στο τέλος αυτοδιαψεύστηκαν. Πάντως ο διαγωνισμός και ο «εγκλεισμός» των επιχειρηματιών απέδειξε ότι «όλα γίνονται».
Όμως όσο τεράστια και αν ήταν τα έσοδα, όσο σοβαρή και αν ήταν η διαδικασία, αυτή δεν αρκεί για να «επανεκκινήσει» η ενημέρωση και να εξαλειφθεί η παρακμιακή εικόνα της ελληνικής τηλεόρασης, πολύ περισσότερο όταν ήδη κατά το ½ τα δείγματα γραφής είναι δεδομένα. Όπως επίσης δεν αρκεί για να εξαλείψει τη διαπλοκή, η οποία βασίζεται σε ένα γενικευμένο πλαίσιο και καθεστώς ανομίας.
Διαβάστε:
Πόσο πλήρωσε ο καθένας – Συνολικά 246 εκατ. ευρώ για 4 άδειες
Στην Εξεταστική απομυθοποιούνται οι μύθοι
Το δεύτερο επίπεδο, στο οποίο καταγράφεται ένα πολύ χρήσιμο επεισόδιο είναι η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για τα δάνεια κομμάτων και ΜΜΕ. Πέρα από την πολιτική εκτίμηση που κάποιος κάνει στις εργασίες και στο ρόλο των κομμάτων αυτό που πέτυχε η κυβέρνηση ήταν να φέρει ενώπιον των τηλεοπτικών δεκτών την αφρόκρεμα της μηντιακής, επιχειρηματικής και τραπεζικής ελίτ (ή διαπλοκής κατ΄άλλους) που κυριάρχησε στην κοινωνική ζωή της χώρας την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον.
Και εκεί κατάφερε από την πλευρά της να τους απομυθοποιήσει ενώ οι ίδιοι κατάφεραν να ταπεινωθούν, συχνά, στα μάτια της κοινής γνώμης. Όχι μόνο γιατί επέδειξαν προφανή αδυναμία να εξηγήσουν όσα – ανεξήγητα – έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα, όχι μόνο γιατί επέδειξαν συχνά ανεπάρκεια να διαχειριστούν την προσωπικότητά τους, αν και πανίσχυροι αλλά και γιατί το ύφος τους εξέπεμψε μια εντυπωσιακή αναίδεια για τους θεσμούς, ενσαρκώνοντας ένα πολύ βολικό για την κυβέρνηση στερεότυπο, που ο κόσμος απεχθάνεται. Σε μια άλλη ευνομούμενη χώρα και μόνο η δημόσια παραδοχή κάποιων από όσα έχουν κάνει, θα τους είχε οδηγήσει στο γραφείο του Εισαγγελέα (καθώς ακόμη και στις πιο σκληρές καπιταλιστικές οικονομίες η αγορά που ευαγγελίζονται οι οπαδοί της, λειτουργεί γιατί οι θεσμοί τους είναι πανίσχυροι)
Ένα ΕΣΡ της προκοπής!
Το τρίτο επίπεδο είναι η σύσταση του ΕΣΡ που πλέον χρειάζεται για να προχωρήσει στην αδειοδότηση των περιφερειακών καναλιών (όπου πάντως έχει να λύσει τη δυσεπίλυτη εξίσωση να διατηρήσει τον παραδοσιακό και δυναμικό τους χαρακτήρα συνδυάζοντας όμως σύγχρονους όρους οικονομικής δραστηριότητας και αξιοπιστίας χωρίς να ανοίξει την πίσω πόρτα του ελέγχου των από τα ίδια συμφέροντα της παλιάς διαπλοκής) και τον έλεγχο της εύρυθμης λειτουργίας των ραδιοτηλεοπτικών μέσων σε ένα πιο ευρωπαϊκό μοντέλο. Θεωρητικά ο διαγωνισμός που ολοκληρώθηκε στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης με μεγάλη αξιοπιστία θα μπορούσε να είχε διεξαχθεί στο ΕΣΡ αλλά αυτό οφείλεται στην άρνηση της ΝΔ να συναινέσει στη σύνθεσή του και ενώ στη συνέχεια –αντιφατικά- κατηγόρησε τη μεταφορά της αρμοδιότητας στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης.
Όμως εκεί ακριβώς υπάρχει και ένα πολύ σοβαρό ζήτημα θεσμικής αντίληψης. Η άρνηση της σημερινής ηγεσίας της ΝΔ (ενώ η προηγούμενη είχε συναινέσει) στη σύνθεση, είναι η πρώτη τέτοια περίπτωση που καταγράφεται στις ανεξάρτητες αρχές της χώρας και μαρτυρά, ενδεχομένως, και μια αντίληψη επικίνδυνη. Αυτή που θέλει τους συνταγματικά κατοχυρωμένους θεσμούς, να στηρίζονται ως συστατικά στοιχεία της δημοκρατικής νομιμότητας όσο οι αστικές δυνάμεις αισθάνονται ασφαλείς ελέγχοντάς τις. Όταν η επίκαιρη πολιτική ισορροπία επιτάσσει να καθοριστεί η σύνθεση της ανεξάρτητης αρχής – ακριβώς με τον ίδιο τρόπο- αλλά με κάποιον άλλον στη θέση του ισχυρού κοινοβουλευτικά, τότε αυτό το θεσμικό οικοδόμημα που έχει τη σφραγίδα των αστικών κομμάτων, γίνεται ενοχλητικό.
Άλλά για ποιο ΕΣΡ μιλούσαμε μέχρι σήμερα; Αυτό που κατάφερε να ευτελιστεί σε πλείστες όσες περιπτώσεις ως ελεγκτική αρχή (όπως αποδεικνύει η σημερινή εικόνα της ελληνικής τηλεόρασης) αλλά και αυτό που έδινε πχ περιφερειακές ψηφιακές άδειες με βάση εκπρόθεσμες αιτήσεις σε ανύπαρκτους σταθμούς της επαρχίας, χωρίς τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις που είχε θέσει το ίδιο (άραγε με παρεμβάσεις κοματαρχών;). Αυτή ακριβώς η παλαιοκομματική και πελατειακή αντίληψη για τους θεσμούς, είναι ίσως η απάντηση στο επείγον της ανάγκης για σύσταση της ανεξάρτητης αρχής.
Το σκάνδαλο της Digea
Τέλος, σε ένα τέταρτο επίπεδο, που φαίνεται να έχει δρομολογηθεί, απαιτείται να προχωρήσει άμεσα η υπόθεση της περιβόητης και σκανδαλώδους λειτουργία της Digea, η οποία δηλητηριάζει τον ανταγωνισμό και έχει καταστεί «προαγωγός» της, περισπούδαστης τις τελευταίες μέρες, «ελευθερίας στην ενημέρωση» . Αυτό το «φιλελεύθερο» παράδοξο του μονοπωλίου που στήθηκε στις πλάτες της κλειστής ΕΡΤ πρέπει τόσο στο επίπεδο της δικαστικής διερεύνησης όσο και της θεσμικής αναδιοργάνωσης, να ρυθμιστεί ώστε να λειτουργήσουν συνθήκες ανταγωνισμού.
Οι στρεβλώσεις που υπήρξαν και υπάρχουν στο μιντιακό τοπίο είναι απίστευτες και μαρτυρούν την ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών της χώρας. Άλλωστε τόσο η διαφημιστική αγορά όσο και το πεδίο των μετρήσεων/δημοσκοπήσεων χαρακτηρίζονται από την τεράστια αναξιοπιστία και τους «πειραγμένους» κανόνες.
Οι αδύναμοι θεσμοί και η ανομία, άλλωστε, είναι η ειδοποιός και βασική διαφορά μεταξύ ανεπτυγμένων και τριτοκοσμικών χωρών και αυτό σημαίνει ότι ο εξορθολογισμός του μιντιακού τοπίου είναι κενό γράμμα χωρίς τη θεσμική αναδιοργάνωση στο επιχειρηματικό/τραπεζικό και το πολιτικό σύστημα. Και αν ανατρέξουμε σε όλα όσα συζητάμε αυτές τις μέρες, δεν υπάρχει κάτι «αριστερό» στη συζήτηση αλλά απλώς κοινή λογική.
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ…
«Κι εγώ σε πιο κανάλι θα βγαίνω, τώρα;»
Αν έστειλε μήνυμα η Άννα ήταν «Σοβαρευτείτε επιτέλους»