thegreekcloud | 18.04.2017 | 07:00
Η μπύρα κατέβαινε σαν νερό, η ζέστη ανέβαινε όπως συνήθως ανεβαίνει τον Αύγουστο κατά τη μεσημβρία. Γλάρωσε σταδιακά, έπεσε σε αυτό το ασταθές γλάρωμα το οποίο μόνον κάποια διέγερση αντιστρατεύεται, κρατώντας σε κάποια εγρήγορση – στην περίπτωσή του διέγερση των άκρως αισθητών, εννοείται. Θυμήθηκε τη λέξη αποκάρωση, λέξη από τη μετάφραση της Οδύσσειας που τους έκαναν στην Α’ Γυμνασίου, λέξη που δεν ξανασυνάντησε ποτέ. Η Πηνελόπη, λέει, έπαθε αποκάρωση. Η επί είκοσι χρόνια καυλωμένη Πηνελόπη – εκτός και αν οι ομηρικές γυναίκες χαϊδεύονταν, μόνες τους ή μεταξύ τους. Αλλά είναι πολλά είκοσι χρόνια. Πάρα πολλά, τι λέμε τώρα, ιδίως για τους ομηρικούς ήρωες που ήτανε γερόντια ήδη στα 40. Ο ίδιος θα ήταν κιόλας οριακά Νέστωρ, ένας μουγγός Νέστορας· μουγγός βεβαίως, γιατί δεν ήτανε ποτέ της ρητορικής. Ούτε και της φροσύνης, εδώ που τα λέμε.
Αλλά είναι πολλά τα είκοσι χρόνια. Προσπάθησε να θυμηθεί τι ήταν ή έστω ποιος ήταν πριν είκοσι χρόνια. Δεν είναι εύκολο, δεν γίνεται: δεν μπορείς να γυρίσεις την κασέτα στο σημείο που επιθυμείς και να την παρακολουθήσεις ξανά από εκεί, δεν είναι βιντεάκι στο ίντερνετ, ξέρω γω. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να επιστρέψεις εκεί όπου ήσουν, σε αυτόν ο οποίος ήσουν, παλιότερα. Και όταν τα καταφέρεις, πρέπει να έχεις επίγνωση ότι ο εαυτός σου που σε κοιτάζει, ετών 45, δεν είναι ο εαυτός σου πίσω στον οποίο έκανες rewind, ετών 25. Και πρέπει, αν και δεν γίνεται μάλλον, να μην παρατηρεί με συγκατάβαση κι υπεροψία ο σαρανταπεντάρης τον εικοσπεντάρη του μαγικού έτους 1992, τότε που δεν περίσσευε πολύ παρόν αλλά αφθονούσε πλούσιο και συναρπαστικό μέλλον ευρωπαϊκό και χωρίς σύνορα.
Τι έκανε το καλοκαίρι του 1992; Πήγε στη Μυτιλήνη. Όχι. Αυτό ήτανε το 1993. Το ’92 είχε κλείσει έναν χρόνο στα Γκούντυς της Αλεξάνδρας, πήγαινε για προϊστάμενος εκεί μέσα ενώ παράλληλα έψαχνε για κανονική δουλειά. Τότε υπήρχε ο διαχωρισμός αυτός: σε κανονικές δουλειές («τι θέλω να κάνω στη ζωή μου» ή έστω «τι σπούδασα») και σε δουλειές τύπου φαστφούντ και «βγάζω φωτοτυπίες». Τέλος πάντων, προμνημονιακές αρχαιολογίες. Είχε πάρει και άδεια με αποδοχές και επίδομα αδείας, κανόνισε λοιπόν με τον Πάνο και πήρανε το πλοίο για την Ίο. Ένα από εκείνα τα πλοία που τώρα θεωρούνται θρύλος και τότε ήταν όλο ναυτία, αποφορά ντήζελ και άλματα μετ’ εμποδίων πάνω από κακοπλυμένους ταλαίπωρους στο κατάστρωμα. Οι στόχοι τους ήτανε διαφορετικοί: ο μεν Πάνος ήθελε να καταναλώνει μπόμπες στην Ίο, να χτυπιέται από κλαμπ σε κλαμπ και μετά να σέρνεται στα μισοξημερωμένα δρομάκια από τις 4, οπότε έκλειναν τα πάντα, μέχρι τις 5, για να ξανακρυφτεί στο σκοτάδι κανενός άφτερ που άνοιγαν τότε· ο ίδιος απλώς ήθελε να δει τι είναι αυτό που λεν αρπαχτή με τουρίστριες, τι θα πει εύκολο σεξ και one night stand, που το διαφήμιζαν τότε τα τραγούδια σαν αντίδραση στη μούγγα του AIDS. Ήθελε να δει κι ο ίδιος, από πρώτο χέρι και πρώτο καυλί, τι ηταν αυτό το άχαρο σεξ εκτός σχεσης, αυτό το απρόσωπο σεξ της υπερσεξουαλικοποιημένης εποχής μας που έχει αλλοιώσει τις σχέσεις και έχει καταστρέψει το μυστήριο του έρωτα γιατί πια οι νέοι δεν ερωτεύονται ακριβώς επειδή υπάρχει η εύκολη λύση των ευκαιριακών συνερεύσεων. Βέβαια ούτε και σε κανα έκστασυ θα έλεγε όχι, που ήτανε και της μόδας τότε, τώρα τα λεν αλλιώς, με το φαρμακευτικό τους όνομα: τότε έκσταση, σήμερα φάρμακα.
Το καλοκαίρι του ’92 στην Ίο κατέληξε σε επικά μεθύσια και μανικό γυμναστικό χορό για τον Πάνο. Όσο για τον ίδιο, μετά το ένα χαπάκι στο κλαμπ Arjuna (τρανς, μπάνγκρα, τέκνο, ιντάστριαλ, προγκρέσιβ) βρέθηκε ευθύς αμέσως να αγαπάει όλον τον κόσμο και ο κόσμος συμπεριλάμβανε τη Νίριτ, με την οποία χόρεψαν πολύ, δεν μίλησαν καθόλου, πήγανε στο ενοικιαζόμενό της, της έβγαλε το τιραντέ, της έκανε μασάζ, την πήρε κανονικά ο ύπνος, τη φίλησε στα μαλλιά και της τα μύρισε (αφού, ομολογουμένως, την έπαιξε λίγο αλλά όχι πολύ, γιατί τότε είχε ακόμα τσίπα) και γύρισε στο δωμάτιο όπου κοιμήθηκε ξεραμένος μέχρι τις 5 το απόγευμα, ξυπνώντας μόνο για να απαλλαγεί από το πολύ εμφιαλωμένο νερό που είχε παγιδεύσει στον οργανισμο του. Κατά τις 7 επέστρεψε στο δωμάτιο της Νιρίτ, αλλά όταν χτύπησε την πόρτα τού άνοιξαν πλέον κάτι πολύ πολύ ενοχλημένες Ιταλίδες που ντυνόντουσαν για να βγούνε να παν να φάνε.
Η Νιρίτ τού δίδαξε ότι ο λυρισμός, όταν δεν είναι ψευδεπίγραφος και τζαναμπέτης, είναι ατελέσφορος – ή τέλος πάντων κάτι τέτοιο. Ή τουλάχιστον αυτό πιστεύει ο σαρανταπεντάρης τώρα, κοιτώντας υπεροπτικά τον εικοσπεντάχρονο εαυτό του, που ήτανε πανευτυχής επειδή κατάφερε να προσεγγίσει γυναίκα τόσο εύκολα και τόσο άνετα, γυναίκα που κανονικά θα μπορούσε ωραιότατα να είχε πηδήξει. Ο σαρανταπεντάρης του ’12 δεν ήθελε παρτίδες με τον εικοσπεντάχρονο του ’92, αυτόν τον αφελή κι άγαρμπο που ήταν απόλυτα ικανοποιημένος από το ταξίδι του στην Ίο, αφού εκεί είχε διαπιστώσει εμπειρικώς ότι μπορούσε να ζυγώσει γυναίκα και να το κάνουνε και εκτός σχέσης, μέσα στο πλαίσιο του ουάν νάιτ σταντ – και που δεν ήθελε και τίποτε άλλο σε εκείνη τη φάση ο ταλαίπωρος.
Πλήρωσε και πολύ αργά και προσεκτικά σηκώθηκε από την καρέκλα. Βγήκε έξω στο φως και στη ζέστη χωρίς να ξεχάσει τον χαρτοφύλακα, ελαφρύς ο ίδιος κι ασυνάρτητος. Κατηφόρισε τη Θεμιστοκλέους, θολωμένος από το κενό μεταξύ του τότε εαυτού του και του τωρινού του, που υπάρχει και σκέφτεται (γιατί το τότε δεν υπάρχει, μόνο το τώρα). Στη γωνία με Κωλέττη σταμάτησε και κοίταξε τη γραφική αστική διαδρομή που του προσέφερε ο πεζόδρομος. Δελεάστηκε να πάει από εκεί. Επέλεξε να συνεχίσει ευθεία και να στρίψει στην Ακαδημίας δεξιά προς Κάνιγγος. Χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. Δηλαδή υπήρχε λόγος: πείναγε πια κανονικά. Θα πήγαινε στον Κρητικό να φάει κάτι, κι ας παραμένει πανάκριβος «μέσα στην κρίση» (όπως μάθαμε να τη λέμε).
Περπατώντας αφηρημένα αλλά συγκεντρωμένος στο κενό άκουσε από το απέναντι πεζοδρόμιο ένα γνωστό μουρμουρητό να ξεπηδάει μέσα από τα ηχεία ενός ορθάνοιχτου καφέ: “Most of the time you are happy, you’re a weirdo”. Ναι, άκουσε να παίζει δυνατά το Weirdo των Charlatans. 1992. Που τότε δεν ήξεραν να προφέρουν τον τίτλο του, γουίρ-ντου; γουίρ-ντο; γουέρ-ντου; γουτού γουπατού; Που είχε την πιο απίθανη μπασογραμμή του κόσμου να ανεμίζει στο νησί· που ξεκίναγε σαν να κλείνουνε μαζί πολλές πόρτες με αρμονικό πάταγο· που είχε αλλεπάλληλα γυρίσματα κι ενα ωραίο σόλο που όταν το ακούς σε νιώτικο μπαρ σε προθερμαίνει όλο υπόσχεση και ταξίδι για τη ζωή σου και για τη βραδυνή έξοδο.
Και ήρθε ο σαρανταπεντάρης ψημένος αλλά πλάνητας ετών 45 και συναντήθηκε με τον άπειρο φέρελπι κι ολιγαρκή ατσούμπαλο εικοσπεντάρη και συντονίστηκαν αρμονικά μέσα από τον ρυθμό και την μπασογραμμή και τη μελωδία και την άχαρη φωνή του πώς-τον-λένε. Και δεν ήταν πια εκεί και τότε, στην Ίο το ’92, αλλά εδώ και αυτός που είναι και τώρα. Γιατί τα τραγούδια που αγαπάμε αλλά δεν ακούμε συχνά είναι οχήματα αυτόβουλα κι έρχονται και μας βρίσκουν απροειδοποίητα. Μας πετυχαίνουν αραιά και πού, αναπάντεχα σαν ατυχήματα την ώρα που πεινάμε κι αναρωτιόμαστε ποιος είναι αυτός ο αδέξιος τύπος που το 1992 έκανε μια μίζερη υπέρβαση. Τα τραγούδια κάνουνε τον χρόνο να διπλώσει και έτσι μπορούμε να δούμε το τώρα να κουμπώνει με μια άλλη στιγμή μέσα στο παρελθόν: κι έτσι ο εικοσπεντάρης στην Ίο κι ο κύριος το 2012 στη Θεμιστοκλέους συναντιούνται επιτέλους ξανά ελπίζοντας ότι θα ταυτιστούν, έστω και για λίγο. Δεν θυμόταν κάτι τέτοιο βεβαίως αλλά ίσως όταν τότε άκουσε το τραγούδι να βαράει, εκεί και τότε, να σκέφτηκε “όταν θα ξανακούσω αυτό το τραγούδι, θα είμαι αλλού και με άλλους και ίσως κάποιος άλλος”.