cogito ergo sum | 30 Ιουνίου 2017
Οργανωμένο έγκλημα και πολιτική – 10. Στο λυκόφως του 20ου αιώνα
Κατά τα ύστερα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου όσο και την εποχή που ακολούθησε την οπισθοχώρηση του σοσιαλισμού στην ανατολική Ευρώπη, η εμπλοκή της πολιτικής με το οργανωμένο έγκλημα σημείωσε αρκετές αλλαγές τόσο στην στρατηγική όσο και στις διάφορες τακτικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διαδικασία που ακολούθησαν οι -άψογα συνεργαζόμενες, ομολογουμένως- μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Γαλλίας, προκειμένου, μετά την ήττα της δεύτερης στην Ινδοκίνα, ο έλεγχος της παγκόσμιας αγοράς ηρωίνης να περάσει ομαλά από το Γαλλικό Δίκτυο στην Πράσινη Συμμορία κατ’ αρχή και στο Κουόμιντανγκ εν συνεχεία.
Πόλη του Μεξικού, 22/1/1963: Μέλη της "Operation 40" διασκεδάζουν. Σε πρώτο πλάνο, γελώντας γερμένος στο τραπέζι, ο πράκτορας της CIA και φερόμενος ως εκτελεστής του Τσε Γκεβάρα Φέλιξ Ροντρίγκεζ.
Την ίδια περίοδο, η CIA εγκαινίασε συνεργασία και με τους ισλαμιστές που έλεγχαν την παραγωγή οπίου και ηρωίνης δυτικά του Ινδοκούς, κυρίως στο Αφγανιστάν. Η μυστική υπηρεσία των ΗΠΑ από την μια χρηματοδοτούσε και εξόπλιζε τους ισλαμιστές κατά των σοβιετικών κι από την άλλη τους παρείχε κάθε δυνατή βοήθεια στην παραγωγή και στο εμπόριο των ναρκωτικών που παρήγαγαν. Ο Ντέηβιντ Μέλοτσικ, σύνδεσμος της DEA με το κονγκρέσσο των ΗΠΑ, δεν διστάζει να παραδεχτεί, μιλώντας στην San Francisco Chronicle (16/12/1983): “Μπορείτε να πείτε ότι οι αντάρτες βγάζουν τα λεφτά τους από την πώληση του οπίου. Δεν υπάρχει αμφιβολία σ’ αυτό. Οι αντάρτες παραμένουν ζωντανοί χάρη στις πωλήσεις του οπίου”. Ο Μέλοτσικ παρατηρεί επίσης ότι πάνω από την μισή ηρωίνη που κυκλοφορεί στις ΗΠΑ προέρχεται “από εκείνη την περιοχή”, κάτι που καθιστά την στήριξη στους μουτζαχεντίν “δίκοπο σπαθί” (*). Την χρονιά που ο Μέλοτσικ έκανε αυτές τις δηλώσεις στην καλιφορνέζικη εφημερίδα, οι αφγανοί παρήγαγαν πάνω από 400 τόννους οπίου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου μετατράπηκε σε ηρωίνη σε κάποιο πακιστανικό εργαστήριο.
Παράλληλα με το Αφγανιστάν, η CIA αναπτύσσει δεσμούς με το οργανωμένο έγκλημα και στην Λατινική Αμερική. Οι λατινοαμερικανοί εγκληματίες αποδεικνύονται εξαιρετικοί σύμμαχοι σε μια σειρά από δύσκολες δουλειές, όπως:
– δημιουργία, στελέχωση και δράση παρακρατικών οργανώσεων και συμμοριών με σαφή κοινό αντικομμουνιστικό παρονομαστή, που τρομοκρατούν τον απλό κόσμο,
– διενέργεια ανατρεπτικών επιχειρήσεων ή ακόμη και καθοδήγηση πραξικοπημάτων σε χώρες των οποίων οι κυβερνήσεις δεν είναι αρεστές στην Ουάσιγκτον (Κούβα, Νικαράγουα, Χιλή κλπ),
– προβοκατόρικες ενέργειες κάθε μορφής, οι οποίες να δικαιολογούν την στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ (Παναμάς, Βολιβία, Γρενάδα κλπ).
Ιστορική έχει μείνει η μπανανόφλουδα που πάτησε η CIA με την “Οργάνωση 40”. Υποτίθεται ότι αυτή η οργάνωση θα στελεχωνόταν από κουβανούς εξόριστους και θα είχε ως στόχο της την ανατροπή ή και την δολοφονία τού Φιντέλ Κάστρο. Ήταν τόση η σημασία που δόθηκε στην εν λόγω οργάνωση ώστε στην αρχή είχε πρόεδρο τον Ρίτσαρντ Νίξον, τότε αντιπρόεδρο των ΗΠΑ. Αυτή η οργάνωση είναι που ανέλαβε να φέρει εις πέρας την πλήρως αποτυχημένη επέμβαση στον Κόλπο των Χοίρων. Δυστυχώς για την CIA, ανεξάρτητες έρευνες της αστυνομίας απέδειξαν περί τα τέλη της δεκαετίας του ’60 ότι η “Οργάνωση 40” είχε καταντήσει βιτρίνα για την δράση ενός μεγάλου εγκληματικού συνδικάτου εμπορίας ηρωίνης και κοκαΐνης.
Εν πάση περιπτώσει, τόσο εκτός συνόρων όσο και εντός (κυρίως εκεί), η CIA όχι απλώς συνεργάζεται με το οργανωμένο έγκλημα αλλά φροντίζει και για την κάλυψη και για την ασφάλεια των συνεργατών της. Έχουν αποκαλυφθεί δεκάδες περιπτώσεις στις οποίες διακινητές ναρκωτικών συλλαμβάνονται από την αστυνομία αλλά δεν προσάγονται ποτέ σε δίκη λόγω παρέμβασης της CIA. Είναι επόμενο, λοιπόν, ότι η στάση των μυστικών υπηρεσιών απέναντί τους αποθράσυνε τους εγκληματίες, οι οποίοι απέκτησαν την δυνατότητα για πολλά πράγματα που κάποτε θεωρούνταν αδιανόητα γι’ αυτούς, όπως ενδεικτικά:
– ίδρυση παρακρατικών οργανώσεων με την ευλογία του κράτους,
– παρέμβαση στην άσκηση πολιτικής, ακόμη και με την συμμετοχή τους σε εκλογικές διαδικασίες,
– ανάληψη εκτέλεσης τρομοκρατικών ενεργειών κατά παραγγελία της εκάστοτε εξουσίας.
Αυτό το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία. Κατά την μετασοβιετική εποχή, η κρατική εξουσία και το οργανωμένο έγκλημα επανέφεραν βελτιωμένο το μόττο των μυστικών υπηρεσιών της μεταπολεμικής περιόδου “όπλα για ναρκωτικά και ναρκωτικά για όπλα”. Τώρα η συνεργασία γίνεται στην βάση “ναρκωτικά για τρομοκρατία και τρομοκρατία για ναρκωτικά”. Με αγαστή σύμπνοια, οι δυο πλευρές κατάφεραν να κατασκευάσουν δυο μείζονες απειλές κατά της ανθρωπότητας, τα ναρκωτικά και την τρομοκρατία, διατηρώντας για τον εαυτό τους το εργολαβικό καθήκον να προστατεύουν την κοινωνία από τις απειλές αυτές. Ένα καθήκον που υπηρετούν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, αφού έτσι ισχυροποιούνται ακόμη περισσότερο.
Πριν ολοκληρώσουμε, οφείλουμε να κάνουμε μια σύντομη μνεία στην περίπτωση του Πάμπλο Εσκομπάρ και των κολομβιανών καρτέλ, μια ιστορία όχι τόσο άγνωστη. Η μεγάλη διαφορά του Εσκομπάρ από τον Λουτσιάνο, τον Γιουεσένγκ, τον Σπιριτό κλπ είναι ότι προσπάθησε να γίνει ο ίδιος πολιτική εξουσία. Με άλλα λόγια, πλήρωσε το ότι υπερέβη τα εσκαμμένα και θέλησε να μπει σε ξένα χωράφια. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η αμφισβήτηση του Εσκομπάρ ακόμη και από τους “συναδέλφους” του άρχισε ταυτόχρονα με την είσοδό του στην πολιτική. Αν ο δον Πάμπλο μελετούσε προσεκτικά τον βίο και την πολιτεία π.χ. του Γιουεσένγκ, ο οποίος, αν και έγινε ο ισχυρότερος άνθρωπος στην Κίνα, δεν διεκδίκησε ποτέ πολιτικό θώκο, οι επιλογές του και, συνακόλουθα, το φινάλε του, θα ήσαν σίγουρα διαφορετικά.
Εν πάση περιπτώσει, η ιστορία του Εσκομπάρ αφήνει ένα δίδαγμα: πολιτική και έγκλημα μπορεί να συνεργάζονται αλλά διατηρούν τις θέσεις τους χωριστά. Η ισχύς τους έγκειται ακριβώς στο ότι ο ένας είναι σύμμαχος του άλλου. Μπορεί η ένωσή τους να φαίνεται ελκυστική επειδή δείχνει να δημιουργεί κάτι ισχυρό αλλά ταυτόχρονα εξαφανίζει τον μόνο σύμμαχο, κάτι που ανοίγει τον δρόμο σε νέους εχθρούς. Για να λειτουργήσει σωστά το σύστημα, λοιπόν, πρέπει οι δυο ρόλοι να μείνουν διακριτοί. Σαν τις μπαταρίες, που είναι λειτουργικές όσο οι δυο πόλοι τους παραμένουν ανεξάρτητοι και καταστρέφονται όταν τους γεφυρώσεις.
Ο αρχιμαφιόζος Σαμ Τζιανκάνα (αριστερα) συνομιλεί με τον Φρανκ Σινάτρα.
Κάπου εδώ η αφήγησή μας φτάνει στο τέλος της. Φυσικά, υπάρχουν πολλά ακόμη που θα μπορούσαν να ειπωθούν (π.χ. για την συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών Βρεττανίας και ΗΠΑ με την Μουσουλμανική Αδελφότητα της Αιγύπτου κατά την δεκαετία του ’70, προκειμένου να “νουθετηθεί” ο Ανουάρ Σαντάτ) αλλά δεν γίνεται να αναφερθούμε στα πάντα.
Θα κλείσουμε ανάλαφρα, με μια αναφορά στον γνωστό μας -και αγαπημένο, ως φωνή- Φρανκ Σινάτρα, αποδεδειγμένα μέλος της σιτσιλιάνικης μαφίας, επιστήθιο φίλο τού Τσάρλι “Λάκυ” Λουτσιάνο, κολλητό των αρχιμαφιόζων Σαμ Τζιανκάνα και Τζόζεφ “Ντοκ” Στάτσερ, ανηψιό του γκάνγκστερ Μπέημπ Γκαβαρράντε και συνεργάτη του μαφιόζου Γουίλλυ Μορρέττι, ξαδέρφη του οποίου ήταν η πρώτη του σύζυγος Νάνσυ Μπαρμάτο. Ο φάκελλος που είχε φτιάξει το FBI για τον Φράνκι περιλάμβανε -ούτε λίγο ούτε πολύ- 2.403 σελίδες. Και όμως, ο Φράνκι ποτέ δεν πήγε κατηγορούμενος, λόγω έλλειψης… αδιάσειστων αποδείξεων! Ο ισχυρισμός κάποιων πως καταλυτικό ρόλο στην ασυλία του έπαιξε το γεγονός ότι η CIA χρησιμοποιούσε το ιδιωτικό αεροπλάνο τού Σινάτρα για τις μυστικές αποστολές πρακτόρων, εγγράφων ή δεμάτων της, ελέγχεται ως κακοήθης…
——————————————–
(*) Jonathan Marshall, “Drug Wars: Corruption, Counterinsurgency, and Covert Operations in the Third World“, 1991.
cogito ergo sum | 29 Ιουνίου 2017
Οργανωμένο έγκλημα και πολιτική – 9. Ιταλία και Ελλάδα
Κατά την πολυήμερη διάρκεια της αφήγησής μας είδαμε πώς οι μυστικές υπηρεσίες διαφόρων χωρών συνεργάστηκαν με το οργανωμένο έγκλημα κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με σκοπό την τελική νίκη των συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα. Επίσης, είδαμε πως αυτή η συνεργασία συνεχίστηκε κατά την κρίσιμη πρώτη εικοσαετία μετά τον πόλεμο, με σκοπό την ανάσχεση της επέκτασης του κομμουνισμού. Από το 1965 και επί ένα τέταρτο του αιώνα το οργανωμένο έγκλημα τέθηκε στην υπηρεσία της τελικής επίθεσης κατά του κομμουνισμού και από την δεκαετία του 1990 υπηρετεί την παγίωση της εξουσίας του κεφαλαίου.
Μπεττίνο Κράξι – Τζούλιο Αντρεόττι: δυο από τους πιο
διεφθαρμένους πρωθυπουργούς της Ιταλίας (1983)
Πριν συνεχίσουμε, οφείλουμε να κάνουμε μια σημαντική παρατήρηση. Σε όλη την διαδρομή τού οργανωμένου εγκλήματος και ανεξάρτητα από το επίπεδο συνεργασίας του με την πολιτική, υπάρχει ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό: οι οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες είναι πρωτίστως επιχειρηματικές δραστηριότητες. Ο αναγνώστης θα παρατήρησε ότι σ’ αυτά τα κείμενα το ιστολόγιο αντιμετώπισε το οργανωμένο έγκλημα ως κανονική επιχείρηση. Ο λόγος είναι απλός: εφ’ όσον το οργανωμένο έγκλημα φύτρωσε και αναπτύχθηκε στο φιλόξενο περιβάλλον του καπιταλισμού, είναι φυσικό η εγκληματική δραστηριότητα να διέπεται από τους νόμους της αγοράς. “Το οργανωμένο έγκλημα, ως επιχείρηση και κοινωνικό φαινόμενο, ακολουθεί τις αλλαγές της οικονομίας και της αγοράς εργασίας. Η εξάπλωσή του προϋποθέτει κατά κανόνα διασυνδέσεις, εξυπηρετήσεις, συνδιαλλαγές μέσα στον κρατικό μηχανισμό -πάντα με το αζημίωτο- και σχέσεις με τις τοπικές κοινωνίες και πολιτικούς παράγοντες για ζητήματα που συχνά μοιάζουν κατ’ αρχήν «αθώα» και δευτερεύουσας σημασίας και που πολύ δύσκολα μπορούν να αποδειχθούν δικαστικά. Πρόκειται για εγκληματικά δίκτυα που η διάρκειά τους είναι ανεξάρτητη από συγκεκριμένα πρόσωπα” (*).
Προχωρούμε. Έχουμε ήδη αναφερθεί εκτενώς σε ΗΠΑ, Γαλλία και Άπω Ανατολή αλλά αξίζει τον κόπο να προσθέσουμε δυο γραμμές και για την Ιταλία, η οποία αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση. Εκεί, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, η αρχή της συνεργασίας έγινε για τις ανάγκες του πολέμου, μέσω της σιτσιλιάνικης μαφίας των ΗΠΑ. Έχει, όμως, ιδιαίτερη σημασία η άνεση με την οποία έγινε αλλαγή σκοπού αμέσως μετά τον πόλεμο, προκειμένου να αποτραπεί η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τους κομμουνιστές το 1947. Μπροστά σε μια τέτοια ανατριχιαστική προοπτική, πριν καλά-καλά σταθεί το σύστημα στα πόδια του, η συνεργασία CIA, SIFFAR (η ιταλική ΚΥΠ) και μαφίας πέρασε σε άλλο, υψηλότερο επίπεδο. Η ομολογία του πράκτορα Μάιλς Κόουπλαντ είναι κυνικώτατη: “Αν δεν είχε υλοποιηθεί αυτό (ενν.: η συνεργασία) με την μαφία, οι κομμουνιστές θα μπορούσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρη την Ιταλία” (**).
Δεν είναι τυχαίο ότι οι πολιτειακές αρχές διάλεξαν την Ρώμη για να στήσουν το ειδικό τους γραφείο “κατά των ναρκωτικών”, όπως είπαμε σε προηγούμενο σημείωμα αυτής της σειράς. Ούτε είναι τυχαίο ότι από την Ιταλία ξεκίνησε η εφαρμογή ενός πανευρωπαϊκής εμβέλειας σχεδίου άμυνας σε πιθανή επιθετική ενέργεια των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας, το οποίο ήταν προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας. Φυσικά, μιλάμε για το σχέδιο “Stay Behind” και οι ιδιαιτερότητες στις οποίες αναφερθήκαμε έχουν ονοματεπώνυμο: είναι το παρακράτος κάθε χώρας. Στην Ιταλία το σχέδιο ονομάστηκε “Operazione Gladio”, στην Ελλάδα “Κόκκινη Προβιά” κλπ. Η κεντρική ιδέα προήλθε από το στρατηγείο του ΝΑΤΟ αλλά η υλοποίηση ανατέθηκε στην CIA και τις κατά τόπους μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες φρόντισαν να εξασφαλίσουν την απαραίτητη συνδρομή του υποκόσμου.
Εκτός από την “Operazione Gladio”, οι μυστικές υπηρεσίες στην Ιταλία χρησιμοποίησαν τον οργανωμένο υπόκοσμο σε μια συνεχή διαδικασία καθολικής διάβρωσης του πολιτικού κόσμου από το 1945 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Είναι όντως αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο αποκαθηλώθηκαν όλοι οι μεγάλοι πολιτικοί άνδρες στην Ιταλία, εξευτελιζόμενοι ο ένας μετά τον άλλο, ενώ τα παραδοσιακά μεγάλα κόμματα καταβυθίστηκαν, μηδέ του πανίσχυρου κομμουνιστικού εξαιρουμένου. Άλλωστε, ως απότοκο αυτής της εκτεταμένης διαφθοράς και ως αντίδραση σ’ αυτήν πρέπει να θεωρείται και η δημιουργία των Ερυθρών Ταξιαρχιών το 1970.
Χαρακτηριστική φιγούρα μαφιόζου που συναλλάσσεται με πολιτικούς υπήρξε ο Λίτσιο Τζέλλι. Τι να πρωτοπεί κανείς γι’ αυτόν; Μελανοχίτωνας, υποστηρικτής του Φράνκο, σύνδεσμος του Μουσσολίνι με τον Χίτλερ, φίλος του Αντρεόττι και του Περόν (!), καταδικασμένος για την χρεωκοπία της Banca Ambrosiana, συνεργός του αρχιμαφιόζου Πίππο Κάλλο, κατηγορούμενος για τον φόνο του τραπεζίτη Ρομπέρτο Κάλβι, επίσης κατηγορούμενος για την βομβιστική επίθεση στον σταθμό της Μπολόνιας το 1980, αρχηγός της μασονικής στοάς P-2, καταδικασμένος για συνωμοσία κατά του κράτους σε 17χρονη κάθειρξη, θαυμαστής του Μπερλουσκόνι… Δύσκολα βρίσκεται αδίκημα για το οποίο να μην είχε κατηγορηθεί ο Τζέλλι και εξ ίσου δύσκολα βρίσκεται ιταλός πολιτικός που να μην είχε κάποιας μορφής σχέση μ’ αυτόν τον τύπο, τον οποίο η Μητέρα Τερέζα και ο Ναγκίμπ Μαχφούζ πρότειναν το 1996 για το Νόμπελ Λογοτεχνίας (!!).
Αριστερά: Η ταυτότητα του Λίτσιο Τζέλλι ως εθνικού επιθεωρητή φασιστικών οργανώσεων εξωτερικού. Δεξιά: Ο δημοκράτης πρόεδρος της Αργεντινής Χουάν Περόν παρασημοφορεί τον φασίστα Λίτσιο Τζέλλι.
Στην Ελλάδα, οργανωμένο έγκλημα με την μορφή που το παρουσιάσαμε εδώ, δεν υπήρξε ποτέ. Οι πρώτες σοβαρά δομημένες εγκληματικές ομάδες καταγράφονται την δεκαετία του ’90 και η πλειοψηφία των μελών τους είναι αλλοδαποί εγκληματίες που μετανάστευσαν στην χώρα μας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Βεβαίως, συνεργασία πολιτικών και υποκόσμου υπάρχει από καταβολής του ελληνικού κράτους, μόνο που γίνεται ευκαιριακά, μεμονωμένα και σχεδόν αποκλειστικά για μικροκομματικούς λόγους. Είναι ενδεικτικό ότι οι κακοποιοί που υπηρετούσαν πολιτικούς ονομάζονταν “τραμπούκοι”, επειδή έπαιρναν επί πλέον δώρο ένα πούρο μάρκας trabuco όταν έκαναν καλά την δουλειά τους. Τι οργάνωση να περιμένεις σε έναν χώρο όπου δίνεται ως αμοιβή ένα πούρο;
Αν ο μελετητής ήθελε να επιμείνει στην αναζήτηση οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα, ίσως να έπρεπε να επικεντρωθεί στις παραστρατιωτικές οργανώσεις που δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο της κατοχής και στις μετακατοχικές παρακρατικές οργανώσεις (π.χ. ο ΕΑΣΑΔ, η ομάδα του Τσαούς Αντόν, η οργάνωση του Σούρλα στην Θεσσαλία, η “Καρφίτσα” του Ξενοφώντα “Φον” Γιοσμά κλπ). Πάντως, σε σύγκριση με το άριστα οργανωμένο έγκλημα του εξωτερικού, όλες αυτές οι -κατά κανόνα, προσωποπαγείς- οργανώσεις θυμίζουν συμμορίες πιτσιρικάδων που κλέβουν σοκολάτες από συνοικιακά περίπτερα. Το μόνο στο οποίο μοιάζουν με τις μεγάλες εγκληματικές επιχειρήσεις του εξωτερικού είναι ο άκρατος αντικομμουνισμός τους. Ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα οργανωμένης εγκληματικής οργάνωσης στην Ελλάδα να είναι η Χρυσή Αυγή αλλά αυτό είναι ένα άλλο, μεγάλο θέμα.
Αύριο θα ολοκληρώσουμε αυτή την σειρά, ρίχνοντας μια συνοπτική ματιά στις ειδικές συνεργασίες της CIA με εγκληματικές οργανώσεις σε όλον τον κόσμο από τα ύστερα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου ως τις μέρες μας. Για το σχέδιο “Stay Behind” έχω αρκετό υλικό, οπότε θα κάνουμε εκτεταμένη αναφορά κάποια στιγμή στο μέλλον. Όσο για τον φίλο αναγνώστη που εκδήλωσε την βεβαιότητά του ότι, μιλώντας για οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, θα κάναμε λόγο και για κάποιους προέδρους ποδοσφαιρικών ομάδων, λυπάμαι που τον απογοητεύω…
———————————-
(*) Σοφία Βιδάλη, “Η πορεία προς το οργανωμένο έγκλημα“, Το Βήμα, 19/7/2009.
(**) Miles Copeland, “Beyond cloak and dagger: Inside the CIA” (1975).
cogito ergo sum | 28 Ιουνίου 2017
Οργανωμένο έγκλημα και πολιτική – 8. Η ώρα του Κουόμιντανγκ
Μετά τους περιορισμούς που έθεσε η συνθήκη της Γενεύης του 1928 και δυσκόλευαν την διακίνηση, η Πράσινη Συμμορία έφτιαξε δικά της εργαστήρια παραγωγής ηρωίνης στην Σαγκάη. Η “επένδυση” αποδείχτηκε τόσο πετυχημένη ώστε το 1934 το δημοτικό συμβούλιο της Σαγκάης διαπιστώνει ότι η ηρωίνη ξεπέρασε σε χρήση το όπιο και ότι η Σαγκάη έχει αναδειχθεί στον μεγαλύτερο προμηθευτή ηρωίνης των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο μεταξύ, το Κουόμιντανγκ ελέγχεται πλήρως από τους συμμορίτες. Δεν είναι μόνο ότι ο Ντου έχει αναλάβει εργολαβικά την εξάλειψη των κομμουνιστών. Κυρίως είναι το ότι ο προϋπολογισμός της εθνικιστικής κυβέρνησης βασίζεται στην ροή χρήματος από το εμπόριο ναρκωτικών.
Τον Μάιο του 1935 και ενώ κυνηγάει τα κομμουνιστικά στρατεύματα στην επαρχία Γιουνάν, ο Τσανγκ Καϊσέκ αντιλήφθηκε ότι η μεγάλη παραγωγή οπίου της περιοχής μπορεί να λύσει οριστικά το πρόβλημα της χρηματοδότησής του. Μέχρι τον Σεπτέμβριο, ο Τσανγκ φρόντισε να εδραιώσει τον έλεγχό του νοτιοδυτικά του Γιανγκ-Τσε, ώστε να μεγιστοποιήσει τα έσοδά του από το όπιο. Κι αυτό το κατάφερε βάζοντας την συνεργασία του με τον Ντου σε νέες βάσεις: το Κουόμιντανγκ θα εξασφάλιζε άφθονη και φθηνή πρώτη ύλη στην Συμμορία με αντάλλαγμα την πλούσια και ομαλή χρηματοδότηση του κόμματος.
Σαγκάη. 1927: Παρακρατικοί αποκεφαλίζουν δημοσίως συλληφθέντα κομμουνιστή
Πράγματι, το όπιο που συγκεντρώνει το Κουόμιντανγκ κατευθύνεται αποκλειστικά στα εργαστήρια της Πράσινης Συμμορίας στην Σαγκάη. Η ροή είναι τόσο μεγάλη ώστε καθίσταται επιτακτική η ανάγκη νέων επενδύσεων (εργαστήρια, διυλιστήρια, πλοία κλπ). Οι επενδύσεις γίνονται χωρίς να χρειαστεί να βάλει κανείς το χέρι στην τσέπη, αφού οι συμμορίτες εξασφαλίζουν όσα κεφάλαια θέλουν μέσω… τραπεζικού δανεισμού! Όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, ο αρχιεγκληματίας Ντου Γιουεσένγκ έχει γίνει διευθύνων σύμβουλος της Chung Wai Bank και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Εμπορικής Τράπεζας της Κίνας, οπότε μπορεί άνετα να χρηματοδοτεί τις παράνομες συναλλαγές της συμμορίας του. Και σαν να μην είναι αρκετά όλα αυτά, ο Τσανγκ συστήνει μια Επιτροπή Καταστολής του Οπίου (!!), στην οποία τοποθετεί ως πρόεδρο τον Ντου. Έτσι, ο Ντου αποκτά την άνεση να εξαφανίζει με την ευλογία του νόμου οποιονδήποτε μικροπαραγωγό ή μικροεγκληματία δεν ήθελε να ενταχθεί στο κύκλωμα της Συμμορίας. Ο Ντου γίνεται πλέον ο ισχυρότερος άνθρωπος σ’ ολόκληρη την Κίνα.
Το 1937 οι ιάπωνες εισβάλλουν στην Σαγκάη και η Πράσινη Συμμορία αναγκάζεται να μεταφέρει την έδρα της στην Τσουνγκ-κινγκ, την κινεζική πρωτεύουσα. Οι καιροί δυσκολεύουν αλλά όχι για τους συμμορίτες, που κάνουν χρυσές δουλειές με το λαθρεμπόριο μεταξύ ελεύθερης και κατεχόμενης Κίνας. Ο Τσανγκ Καϊσέκ μυρίζεται το χρήμα και ζητάει μερτικό. Ο Ντου δεν έχει αντίρρηση αλλά ως αντάλλαγμα παίρνει νέα χρηματοδότηση από πέντε κινεζικές τράπεζες, συνολικού ύψους 150 εκατ. κινεζικών δολλαρίων.
Η χρυσή εποχή για τους γκάνγκστερ της Σαγκάης τελείωσε μαζί με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του ’40, καθώς η δυναμική των κομμουνιστών του Μάο Τσεντούγκ γινόταν όλο και πιο εμφανής, ο υπόκοσμος άρχισε σιγά-σιγά να μετακομίζει στο Χονγκ-Κονγκ. Μέσα σε μια τριετία εγκαταστάθηκαν σ’ αυτή την μικρή χώρα μερικές χιλιάδες από τους σκληρότερους εγκληματίες της Κίνας, κάτι που οδήγησε το σύστημα ασφαλείας της χώρας σε πλήρη κατάρρευση. Και καθώς η Πράσινη Συμμορία είχε ήδη το “υποκατάστημά” της στο Χονγκ-Κονγκ, το οργανωμένο έγκλημα δεν δυσκολεύτηκε να γνωρίσει καινούργια άνθηση. Ο Ντου εξακολούθησε να ζη ως βασιλιάς, μέχρι τον θάνατό του το 1951, σε ηλικία 70 ετών.
Στην διπλανή Φορμόζα, όταν φεύγουν οι ιάπωνες το 1945, αφήνουν λάφυρο στα χέρια τού Τσεν Γι τεράστιες ποσότητες ναρκωτικών. Τον όγκο αυτών των ποσοστήτων μπορούμε μόνο να τον εκτιμήσουμε από διάφορα καταγεγραμμένα στοιχεία. Π.χ., την περίοδο 1934-1935 τα επίσημα στοιχεία του φορμοζανού Μονοπωλίου απογράφουν 67 τόνους ακατέργαστου οπίου και 19 τόννους κατεργασμένου, 425 τόννους φύλλων κόκας, 6 τόννους ακατέργαστης μορφίνης και 1.250 κιλά ακατέργαστης κοκαΐνης. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Τσεν Γι σημειώνει ότι βρήκε στις αποθήκες μόλις “4.374 κιλά οπίου και μικρή ποσότητα κοκαΐνης”. Αυτά τα ψιλολόγια στάλθηκαν στα νοσοκομεία και στην στρατιωτική ιατρική υπηρεσία. Ο κύριος όγκος των αδήλωτων ναρκωτικών βόηθησε τον Τσεν Γι και μερικούς δικούς του να κάνουν την τύχη τους.
Το 1949, μετά την ήττα του από τους κομμουνιστές, το Κουόμιντανγκ έσπασε στα δυο. Το ένα κομμάτι, υπό τον Τσανγκ Καΐσέκ, εγκαταστάθηκε στην Φορμόζα και το άλλο, υπό τον στρατηγό Λι, κατέφυγε σε Βιρμανία και Ταϊλάνδη. Η ιδέα ήταν, όταν τα δυο τμήματα θα ανασυντάσσονταν, να εξαπολυθεί διπλή επίθεση κατά των κομμουνιστών. Όμως, η υλοποίησή της στράβωσε, καθώς οι στρατιώτες του Λι παράτησαν τον πόλεμο και το γύρισαν στο εμπόριο ναρκωτικών. Η φιλοβρεττανική κυβέρνηση της Βιρμανίας και η φιλοπολιτειακή κυβέρνηση της Ταϊλάνδης φρόντισαν να μη τους δημιουργήσουν προβλήματα, καθώς εκτίμησαν ότι δεν τους έπεφτε άσχημα να έχουν στο έδαφός τους μια αρκετά ισχυρή και καλά εξοπλισμένη στρατιωτική αντοκομμουνιστική δύναμη. Με την υποστήριξη της CIA, οι στρατιώτες του Κουόμιντανγκ παρέμειναν στην Βιρμανία μέχρι το 1961, αυξάνοντας την παραγωγή οπίου κατά 1.000% μέσα σε 15 χρόνια (από 40 τόννους το 1945 σε 400 τόννους το 1960).
Το 1961, οι Κουόμιντανγκ συμπτύχθηκαν στην Ταϊλάνδη, όπου συνέχισαν να δραστηριοποιούνται μέχρι το 1972. Πάντα με τις πλάτες της CIA, η οποία εξασφάλιζε την ασφαλή μεταφορά του παραγόμενου προϊόντος στην απέναντι πλευρά του Ειρηνικού, τεράστια καραβάνια μουλαριών θα μετέφεραν επί είκοσι και πλέον χρόνια στις αποθήκες των κινέζων εθνικιστών σχεδόν το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής οπίου, καθιστώντας τούς αντικομμουνιστές τους πλέον ευημερούντες επιχειρηματίες ηρωίνης της Άπω Ανατολής.
Εργαστήριο παρασκευής ηρωίνης του Κουόμιντανγκ στην Ταϊλάνδη
Το αν οι Κουόμιντανγκ της Φορμόζας είχαν σχέση με αυτή την επιχείρηση παραμένει ζήτημα προς διερεύνηση. Πάντως, το 1991 οι αρχές των ΗΠΑ βρήκαν και κατέσχεσαν στο Χαίυγουορντ της Καλιφόρνιας σχεδόν μισό τόννο ηρωίνης κινεζικής προελεύσεως, η οποία είχε φορτωθεί στην Ταϊβάν. Επίσης, το 1993 πιάστηκε ανοιχτά της Ταϊβάν αλιευτικό σκάφος που μετέφερε από την ηπειρωτική Κίνα 336 κιλά καθαρής ηρωίνης.
Επίλογος για σήμερα. Το OSS αναπτύσσει από το 1941 συνεργασία με την Πράσινη Συμμορία, με στόχο την ανάπτυξη ενός δικτύου πληροφοριών και σαμποτάζ κατά των ιαπώνων. Μετά τον πόλεμο, η CIA συνεχίζει αυτή την συνεργασία, με νέο στόχο την αντιμετώπιση του κινεζικού κομμουνιστικού κινδύνου. Ο στόχος παραμένει ακόμη και μετά την κατάρρευση της Πράσινης Συμμορίας, οπότε τον ρόλο του συνεργάτη αναλαμβάνει το Κουόμιντανγκ. Μετά την οπισθοχώρηση του σοσιαλισμού και την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, τέτοιες συνεργασίες έμειναν χωρίς αντικείμενο, οπότε άνοιξε ο δρόμος για το κυνήγι των πρώην συνεργατών.