09.07.2017, 16:55 | εφσυν
Είναι φορές που τις αποζητάς, είναι όμως και άλλες, που εύχεσαι να ήταν στ’ αζήτητα και ν’ αργήσει κάποιος να τις αναζητήσει. Ελα, όμως, που στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν μπορείς να τις αποφύγεις.
Θες-δεν θες, συναινείς και αμέσως ξεκινά η μακρά διαδικασία αυτού που ονομάζεται «καλοκαιρινή έξοδος, μετά δημοσίων θεαμάτων»: μπανιάρεσαι, σενιαρίζεσαι, ντύνεσαι, στολίζεσαι και πας… ως δημόσιο θέαμα να συναντήσεις άλλα ιδιωτικά εκθέματα, συνήθως ελαχίστου δημοσίου ενδιαφέροντος.
Το καλύτερο, όμως, όλων είναι όταν τα άτομα αυτά (τα της εξόδου συμπαρομαρτούντα) θεωρούν εαυτούς ισάξιους τουλάχιστον μιας από τις τέσσερις μεγάλες δυναστείες των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Ενεκα, όμως, που στη χώρα αυτή, σε πόσους γνήσιους αστούς (τους αριστοκράτες άσ’ τους!) να πέσεις πάνω, το πολύ πολύ να κολλήσει στην παρέα κάποιος νεόπλουτος, άντε και κανένας χιπστερόπουλος, ίσως και κάποιος από την εγχώρια ιντελιγκέντσια με το στανιό.
Οι δύο πρώτοι παλεύονται. Ρίχνεις κάνα χασμουρητό παραπάνω, κάνεις πως πράγματι το ποια σαγιονάρα είναι στη μόδα φέτος για τους άντρες και πόσο μακρύ πρέπει να ‘ναι το μούσι σύμφωνα με «τις τελευταίες τάσεις στο εξωτερικό» είναι ένα καυτό θέμα για τη σημερινή κοινωνία, λίγο το ποτό (για όσους πίνουν), λίγο το φεγγάρι (για όσους το προσέχουν), κάτι ο καύσωνας, είναι και η δήλωση της Εφορίας που δεν θες να σκέφτεσαι και όλο την αναβάλλεις, δεν βαριέσαι λες, και αυτό θα περάσει.
Ομως οι τελευταίοι δεν παλεύονται με τίποτα…
Αχ αυτοί οι «διανοούμενοι». Τον χειμώνα, βγαίνουν σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή και το καλοκαίρι σαν τα ζούδια το απομεσήμερο. Αρχίζουν και ζουζουνίζουν, παρενοχλώντας το ακουστικό σου νεύρο (ενίοτε και το οπτικό), ερεθίζουν τον οσφρητικό σου βολβό (αυτό πάλι, ότι απλυσιά και διανόηση πάνε μαζί, ποιος το ‘κανε μόδα να ‘ξερα μόνο!) και από τις αιμοβόρες διαθέσεις τους δεν γλιτώνεις, μ’ όσο Αουτάν κι αν πασαλειφθείς.
Σε μια τέτοια παρέα βρέθηκα τις προάλλες. Και τις άλλες προάλλες και λίγο πιο παλιά και κάτι μου λέει πως πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι κοντά τους θα ‘μαι.
Δεν τους προλαβαίνεις, βλέπεις. Κάπου, κάποιος, κάποτε θα τους ξετρυπώσει και θα τους μοστράρει σαν τρόπαια σε παρέες και συζητήσεις. Το καλό είναι πως πλέον δεν εκπλήσσομαι.
Πες το αφέλεια, πες το θυσία, πες το δακρύβρεχτο σενάριο σε ινδική ταινία, πάντως έχω μάθει και να τους καταλαβαίνω σχετικά άμεσα και να τους αντέχω σχετικά ακίνδυνα. Είναι, όμως, στιγμές, που όσο και αν μένω αμίλητη απ’ έξω, μέσα μου με πιάνει φλυαρία ακατάσχετη.
«Ράφ’ το, πουλάκι μου, το απύλωτο», φωνάζω μες στο μυαλό μου και συγκεντρώνομαι α λα ινδικά, μπας και κατορθώσω να μεταφέρω τη σκέψη μου νοητικά. Γιατί, διανοητικά το θέμα έχει ξεφύγει.
«Το νοηματοδοτούν περιεχόμενο της φαινομενολογίας της καθημερινής καπιταλιστικής εμπειρίας έγινε ο χώρος της πολιτικής κριτικής και της αισθητικής διακοπής», πετάει ο πρώτος.
«Είναι ευρύτερο το ζήτημα», σιγοντάρει ο έτερος. «Είναι τελικά ζήτημα συμβουλιακού κομμουνισμού ή προλεταριακού αναρχισμού; Το αφήγημα του Lefebvre βρήκε ενάντιους τους Καταστασιακούς και όλοι μας γνωρίζουμε τη συνέχεια»…
Αλίμονο κι αν δεν τη γνωρίζουμε! Την τύφλα μας δεν ξέρουμε (δαύτοι, τρισχειρότερα), αλλά ποιος να τους το φανερώσει…
Πριν από λίγες μέρες βγήκαν τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων. Βατερλό. Πέραν των άλλων μαθημάτων, βατερλό σημειώθηκε και στο μάθημα επιλογής της Ιστορίας για τους υποψηφίους από τις Θετικές Σπουδές, με το (φοβάμαι να το πω ανοιχτά…) 90% αυτών να γράφει κάτω από τη βάση. 90%!
Ταυτόχρονα, νέες μελέτες απέδειξαν πως η συνεχής και αδιάλειπτη χρήση του διαδικτύου δημιουργεί αχρονική σκέψη. Τουτέστιν, τα παιδιά χάνουν την αίσθηση του ιστορικού χρόνου.
Τότε, τώρα κι έπειτα, όλα μαζί μπερδεύονται στο κεφάλι τους για να καταλήξουμε σε ένα σκονισμένο αναφιλητό… της Ιστορίας, της μάνας που είδε τα φροντιστήρια να πηγαίνουν χαράμι, της χώρας που ξεχνάει…
Ισως και μένα που, δεν μπορεί, κάποιο καλοκαίρι όλο και κάποιος απ’ αυτό το 90% θα προσφερθεί να με διαφωτίσει «διανοητικά».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: