Με την Ελένη Σκάβδη
Βρέθηκα τις προάλλες στο καμίνι της Πάτρας, για δουλειές. Περιτριγυρισμένη από μπετόν, έμοιαζα με θηρίο ανήμερο κλειδωμένο σε κλουβί. Οχι, οι καύσωνες της βουκολικής μου επαρχίας καμία σχέση δεν έχουν με τούτο εδώ!
Εκεί η γη στέλνει μετά τη δύση δροσιά, ήχους τριζονιών, κραυγές αρπακτικών, στέλνει και κουδουνίσματα από τον τρυφερό ύπνο των κοπαδιών… Κι έτσι αναδεύει εντός μου τον πολιτισμό της Μεσογείου, που αιώνες τρέφει αγάλματα κι ανθρώπους με καταλυτική αρμονία, δένδρα και νερά με παγανιστική διάθεση, άπνοιες και μελτέμια υποδυόμενα την κυκλοθυμία παντός καιρού, βροχές και ξηρασίες που ισοζυγιάζουν όλα τ’ ασταθή και τ’ ανισόρροπα…
Από το βεραντάκι του δεύτερου ορόφου ζύγιαζα με το βλέμμα την αυλή, που τη λέμε πια «ακάλυπτο». Τι όμορφη, τι δροσερή μοιάζει, με τις σκιές από τα ψηλά κτίσματα γύρω! Παλιά υπήρχε στο οικόπεδο ένα δωματιάκι με μια αποθηκούλα. Ταπεινό δωματιάκι με «δικαίωμα» στην αυλή, που ήταν υπερδιπλάσια της έκτασής του. Εκεί χωρούσαν τέσσερις και πέντε και έξι νομάτοι, τα καλοκαίρια κοιμόντουσαν στην αυλή άλλωστε, κάτω από την κληματαριά, δίπλα στο γιασεμί, στη σκιά ενός οπωροφόρου… Ετσι καλοπέρασαν οι ανιόντες μας κι εμείς μαζί τους, μέχρι που άρχισε να μη μας χωρά ο τόπος και μπήκανε προσθήκες σε τετραγωνικά… Η αποθηκούλα έγινε κουζινάκι, ύστερα κτίστηκε κι άλλο δωμάτιο, μετά όροφος και στο τέλος, μια μπουλντόζα και πάει η αυλή, μαζί και η κληματαριά, που τρυγούσαν κάθε Σεπτέμβρη για το γιοματάρι του χειμώνα. Ετσι χάθηκε η δροσιά και η αυλή και μαζί η κατωτέρα των Ελλήνων τάξις και μαζί το μπακαλοτέφτερο. Η αντιπαροχή μπήκε αργότερα στη ζωή, τα γειτονικά δίπατα έγιναν πολυκατοικία, η αυλή ακάλυπτος και βεράντες, το χώμα τσιμέντο, ο κήπος ζαρντινιέρα… Πώς να δροσιστείς όμως σε μια τέτοια εκδοχή που άλλαξε εντελώς τους φυσικούς προορισμούς; Υστερα, κι ενώ αυτές οι διαπιστώσεις άρχισαν να τσουρουφλίζουν, ήρθαν τα δάνεια, ήρθαν μαζί και τα κλιματιστικά! Βεράντα και γιαπωνέζος, κι άντε να κάτσεις τις νύχτες να δροσιστείς στο βεραντάκι, έχοντας στα ρουθούνια σου τον εξαερισμό του κλιματιστικού! Στη ζεματιστή Πάτρα, λοιπόν, κάνω όλες τις παραπάνω σκέψεις, με αιδώ σχεδόν, αφού κι εγώ που παραπονιέμαι έβαλα χέρι και μυαλό σε αυτή την περίσταση!
Πότε άρχισε να φαντάζει ελκυστικό το σχέδιο του πολυώροφου σπιτιού, δεν γνωρίζω… Νομίζω όμως ότι εγώ την πάτησα στο Γυμνάσιο, όταν στο πρόγραμμα μπήκε το μάθημα της Οικιακής Οικονομίας. Μια όμορφη καθηγήτρια, απόφοιτος της Χαροκοπείου, μας δίδασκε πώς να γίνουμε σύγχρονες γυναίκες. Στα περιοδικά που έφερνε είδα σπίτια χλιδάτα, δίπατα και τρίπατα, με κλαρωτές κουρτίνες, σαλόνια και σερβάντες που θύμιζαν παλάτια… Αρχισα να ασφυκτιώ στο φτωχικό μας και να ζητώ από τον Παντελή να κτίσουμε την ταράτσα. «Δεν έχουμε λεφτά τώρα», έλεγε, «πρώτα σπουδές και μετά κτίστε και πολυκατοικία!». Εγώ πείσμωνα, κάποιες φορές έκλαιγα, εκείνος όμως ήταν σταθερός… Μόνο η μαμά έλεγε: «Δεν σ’ αρέσει το σπίτι μας, Λενάκι; Τι έχει; Και τρία δωμάτια και κουζίνα και χολ!».
Υστερα φύγαμε από την πόλη για σπουδές και βολευτήκαμε σε νοικιασμένες γκαρσονιέρες. Το πατρικό της επαρχίας επιβίωνε παρά τις επαναλαμβανόμενες επιθέσεις της αντιπαροχής, μέχρι που παραδόθηκε κι αυτό, αργά αλλά παραδόθηκε. Στάχτη και μπούλμπερη είναι πια, κι εγώ δεν θέλω να πηγαίνω στην πατρίδα και να μην έχω μιαν αυλή να σύρω το καρεκλάκι μου τα μεσημέρια κάτω από την κληματαριά ή την κερασιά και να περιμένω τη μαμά να φέρει πιατέλο με παγωτό καϊμάκι πασπαλισμένο βυσσινάδα.
Ιδιοτροπίες; Οχι ακριβώς… Ειλικρινής απολογισμός μιας ολόκληρης ζωής… Εγκώμιο σε μια σκιερή γωνιά που έθαλπε την αθωότητα και τη φτώχεια μας λίγα χρόνια πριν. Ο,τι ακριβώς χρειάζομαι για να αντέξω το καμίνι της πόλης, έτσι όπως την καταντήσαμε πια… σαν τα άπληστα μούτρα μας!