Χρήστος Λάσκος*
Ο τίτλος του σημερινού άρθρου είναι μια εφεύρεση των ελληνικών ’80s. Ρητορική εφεύρεση που ειρωνευόταν τις συχνά χωρίς περιεχόμενο μεγαλοστομίες της εποχής και, ταυτόχρονα, αυτοσαρκαζόταν μπροστά στα ήδη αναγνωριζόμενα αδιέξοδα των κυρίαρχων μορφών πολιτικής παρέμβασης.
Τίποτε, όμως, δεν εκφράζει καλύτερα το νόημα αυτού του λογοπαίγνιου από την εμπειρία της σημερινής κυβέρνησης. Η οποία, ως γνωστόν, λόγω των «αυταπατών» που οδήγησαν στην ήττα, εφαρμόζει σήμερα το πρόγραμμα του αντιπάλου, επιχειρώντας να λειάνει τις επιπτώσεις για τους πιο αδύναμους.
Βέβαια, υπάρχει μια προφανής λογική ασυμβατότητα: η εφαρμογή ενός πρωτοφανώς άγριου νεοφιλελεύθερου προγράμματος στα παγκόσμια χρονικά δεν μπορεί παρά να σημαίνει επίθεση εναντίον των φτωχών και των αδύναμων.
Πάει να πει, δηλαδή, δεν γίνεται να έχουμε μια δολοφονική επίθεση απέναντι στους αδύναμους, τους οποίους παρ’ όλα αυτά προστατεύουμε! Εδώ η «διαλεκτική», αλλά και η κοινή επιστήμη σηκώνουν τα χέρια ψηλά.
Το σίγουρο είναι πως η ασκούμενη πολιτική είναι διαχείριση του υπάρχοντος, το οποίο, όντας καταστατικά σε πορεία επιδείνωσης, φτιάχνει ένα μέλλον κάθε μέρα και χειρότερο. Τόσο που αυτή η αριστερή πολιτική (!) να συνοψίζεται, τελικά, σε ένα κυβερνητικό μεροδούλι-μεροφάι, έτσι, χωρίς πρόγραμμα.
Κάτι θα έρθουν οι επενδύσεις, κάτι θα μας δώσει ρευστότητα ο Ντράγκι, δεν μπορεί, θα εμφανιστεί και η ανάπτυξη.
Αυτό είναι όλο κι όλο το οικονομικό πρόγραμμα της συγκυβέρνησης.
Που σημαίνει πως, μ’ όλο που χίλια δίκια ανήκουν σε όσους λοιδορούν τον νομισματικό ή τον δικαστικό «δρόμο προς τον σοσιαλισμό», ακόμη περισσότερο άνω ποταμών είναι αυτή η «εξαναγκασμένη» πορεία προς το τίποτε που ακολουθεί η κυβέρνηση. Ενα τίποτε, μάλιστα, που δεν είναι καν η διατήρηση του ίδιου, αλλά ο εκμηδενισμός της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Μια πορεία στο -γρήγορα επερχόμενο- τέλος της οποίας η κρίση δεν θα υπάρχει, στο μέτρο που τα αποτελέσματά της θα είναι η νέα μας κανονικότητα.
Οπως σωστά το έθεσε ο Σαμαράς σε πρόσφατη συνέντευξή του: «Εμείς δεν θα μπορούσαμε να περάσουμε τέτοια μέτρα». Να λοιπόν σε τι συνίσταται, αντικειμενικά, που έλεγαν ανέκαθεν και οι σταλινικοί, η συμβολή της σημερινής κυβέρνησης: να περνάει όσα οι προηγούμενοι πολύ δύσκολα θα κατάφερναν.
Για να το πω αλλιώς, εκεί που η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία θα έπρεπε να αντιδρά, να αντιστέκεται, να οργίζεται και να επιτίθεται δυναμικά, για να προστατέψει τη ζωή της και τη ζωή των παιδιών της, καλείται «να δει τα θετικά».
Οι «μικροί άνθρωποι», βέβαια, δεν είναι -δεν είμαστε- χαζοί. Ο λόγος για τον οποίο δεν αντιδρούν δεν είναι πως πείθονται ότι τα πράγματα βελτιώνονται. Ούτε και ξεγελιούνται από το αφήγημα περί «ήττας» και ψυχικής «συντριβής». Οχι γιατί δεν είναι αλήθεια πως υπάρχουν πραγματικά συντετριμμένοι μεταξύ των βουλευτών και των στελεχών του κυβερνητικού κόμματος.
Αλλά γιατί ακόμη και η επικοινωνιακή διαχείριση του πράγματος είναι τέτοια που αναγκαστικά οδηγεί στο συμπέρασμα πως η μόνη σταθερά για τους κυβερνώντες είναι η παραμονή στην κυβέρνηση. Χωρίς σχέδιο, πάνω στο έτσι που χάραξε ο τέτοιος, δηλαδή ο πιο άγριος νεοφιλελευθερισμός.
Και, επιπλέον, γιατί η στάση της κυβέρνησης, με τους συχνούς πανηγυρισμούς -ακόμη και για την ολοκληρωτική κατίσχυση της Cosco σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος, θυμίζω- και τις υποδοχές των πρωτοπαλίκαρων του Ολαντρέου με το σχόλιο του πρωθυπουργού για «τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Γαλλία», εν μέσω των σημαντικότερων διεθνώς εργατικών κινητοποιήσεων, δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για «αυταπάτες».
Δεν ξεγελιέται η κατεστραμμένη κοινωνική πλειοψηφία. Αν δεν αντιδρά είναι γιατί τα γεγονότα τραυμάτισαν θανάσιμα τις ελπίδες της πως μπορούν τα πράγματα να γίνουν αλλιώς. Τόσο που, ενώ σήμερα θα έπρεπε να αντιλαμβάνεται το γαλλικό κίνημα ως τον καλύτερο σύμμαχο που θα μπορούσε να έχει ο κόσμος της εργασίας στην Ελλάδα, παρακολουθεί από μακριά περιμένοντας τα δικά του εργασιακά μαντάτα από φθινόπωρο.
Κι αυτές τις συνθήκες πολιτικής ερήμου και κοινωνικής καταστροφής που βιώνει ο κόσμος θα πρέπει να τις πάρει σοβαρά υπόψη κάθε Αριστερά που ενδιαφέρεται πραγματικά να συμβάλει σε μια αλλαγή της κατάστασης.
Και μαζί, να κατανοήσει πως η ήττα του 2015 είναι ιστορικών διαστάσεων, επιβάλλει βαθύ αναστοχασμό, μακριά από διανοητικές ευκολίες και απλοϊκές αποφάνσεις περί του εξεγερσιακού δυναμικού των εξαθλιωμένων. Να κατανοήσει, επιπλέον, πως τα γραφειοκρατικά, αρχηγικά και προσωποπαγή πολιτικά σχήματα όχι μόνο δεν ευνοούν τους αγώνες, αλλά αποτελούν έναν από τους απεχθέστερους εχθρούς του κινήματος.
Τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Νομίζω, δε, πως οι περισσότερες πιθανότητες είναι εναντίον όσων θέλουν να πολεμήσουν για να τα αλλάξουν. Και θα είναι έτσι για καιρό – εκτός εάν κάποιο αστάθμητο έρθει να ταρακουνήσει τις διαμορφούμενες κανονικότητες.
Ενα, όμως, είναι σίγουρο. Ούτε το καλύτερο αστάθμητο θα μπορέσει να μας σώσει αν δεν φροντίσουμε να κάνουμε τα πάντα για να μη χαθεί η μάχη των μαχών, όταν, όπως βοά ο κόσμος, σε λίγους μήνες θα επιχειρηθεί να γυρίσουμε οριστικά στον 19ο αιώνα στα εργασιακά. Το σύνολο της αντιμνημονιακής Αριστεράς πρέπει να ενωθεί απέναντι σε αυτό. Ισως είναι η τελευταία της ευκαιρία.
* οικονομολόγος, εκπαιδευτικός
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Νέα διαμαρτυρία των εργαζομένων του Athens Ledra
Συγκέντρωση του ΠΑΜΕ για συντάξεις – εργασιακά