Πολλά παραμένουν θολά και συγκεχυμένα. Για να εξιχνιαστεί ο θάνατος του ομογενούς Κωνσταντίνου Κατσίφα, από σφαίρες Αλβανών αστυνομικών στο μειονοτικό χωριό Βουλιαράτες, πρέπει οι δύο πλευρές, Ελληνες και Αλβανοί, να ανακαλύψουν κάτι που ουδέποτε περίσσευε στις σχέσεις τους, χρονίως παγιδευμένες από τα στερεότυπα: την εμπιστοσύνη. Οι μόνοι που τα βλέπουν όλα πεντακάθαρα (και δεν μιλάω εδώ για τους συγγενείς του νεκρού), οι μόνοι που κατέληξαν σε ακλόνητα συμπεράσματα από την πρώτη στιγμή, είναι όσοι δεν χρειάζονται ποτέ εξακριβωμένες πληροφορίες και αδιάσειστα στοιχεία. Αρκούνται σε όσα τούς υπαγορεύουν οι προκαταλήψεις τους.
Τέτοιοι υπάρχουν πολλοί, και από τις δύο πλευρές των συνόρων. «Τον έφαγαν σαν το σκυλί. Του την είχαν στημένη», δογματίζουν οι μεν. «Καλά να πάθει. Γυρεύοντας πήγαινε», λένε οι δε, αδιαφορώντας για το ενδεχόμενο να κατακριθεί η εξόφθαλμη χαιρεκακία τους. Και οι μεν και οι δε ονειρεύονται τη χώρα τους μεγάλη, πολύ μεγάλη, είναι δε απολύτως βέβαιοι πως οι γείτονές τους έχουν σφετεριστεί εδάφη τους.
Για δύο πράγματα, πάντως, αισθάνονται βέβαιοι και όσοι δεν βιάζονται να αποφασίσουν τι συνέτρεξε στους Βουλιαράτες. Πρώτον, ότι οι σωβινιστές των δύο χωρών θα εκμεταλλευτούν ανενδοίαστα τον θάνατο για να προωθήσουν το στόρι τους και τις επιδιώξεις τους – την «ένωση» ή την «απελευθέρωση της Τσαμουριάς». Ανθρωποι που φιλονικούν διαδικτυακά, σε ύφος κανιβαλικό, και φυσικά ανιστόρητα εγωτικό, για το αν ένα παραδοσιακό τραγούδι είναι γνήσια αλβανικό ή αυθεντικά ελληνικό, δεν θα διστάσουν τώρα να αλληλοπυροβοληθούν διά του πληκτρολογίου τους. Ισως και να οργανώσουν «αντίποινα» και προβοκάτσιες. Ηδη οι αιμοχαρείς ιντερνετικές αναρτήσεις επικαλύπτουν οποιαδήποτε προσπάθεια για ψύχραιμο, ερευνητικό λόγο.