
iloveithaki.gr, 16/5/2025
Η ξενιτιά δεν έχει καλό
Αφιερωμένο στον Δημοσθένη Δενδρινό (Μπούρα), 1891–1988
Από τον καιρό που θυμάται ο άνθρωπος τον εαυτό του, άμα δε μπορεί να σταθεί στον τόπο του, σηκώνεται και φεύγει. Όχι γιατί το θέλει. Αλλά γιατί δεν αντέχει. Η ξενιτιά δεν είναι όνειρο – είναι ανάγκη. Είναι πόνος, σκληράδα και καημός.
Όταν σε πνίγει ο τόπος σου, όταν οι δικοί σου άνθρωποι σε πληγώνουν, κι όταν το ψωμί γίνεται πολυτέλεια, τότε η μόνη σου ελπίδα είναι να φύγεις. Όχι για να πας σε κάτι καλύτερο, αλλά για να μη χαθείς τελείως. Παίζεις τα ρέστα σου. Μπας και σταθείς λίγο όρθιος.
Έτσι έφυγε κι ο Δημοσθένης Δενδρινός – ο νονός μου, ο Μπούρας όπως τον φώναζαν. Γεννήθηκε το 1891, σε δύσκολους καιρούς. Τρεις πολέμους πέρασε, τρεις φορές είδε τον θάνατο να του φυσάει στο σβέρκο. Κι ανάμεσα στους πολέμους, έβγαζε το ψωμί του με τα μπάρκα. Μια ζωή πάνω στα καράβια.
Μια μέρα το ‘σκασε από μπάρκο στο Νιούκαστλ, στην Αγγλία. Πήγε και δούλεψε σε ορυχεία κάρβουνου – σκληρή δουλειά, μέσα στα έγκατα της γης. Μα δεν το άντεξε. Πλήρωσε τον καπετάνιο και μπήκε λαθραία σε ελληνικό καράβι. Προορισμός: Νέα Υόρκη.
«Εκεί ήτανε ο κόσμος ούλος», μου έλεγε.
«Μα εκεί δούλευα τρία πατώματα κάτω απ’ τη γη, σ’ ένα φούρνο. Παράνομα. Εκεί κοιμόμασταν, εκεί τρώγαμε. Δυο χρόνια να δω ήλιο. Δουλειά, ιδρώτας και φόβος.»
Με τα χίλια ζόρια, μετά από τρία χρόνια, κατάφερε να νοικιάσει με έναν άλλο Έλληνα ένα διαμερισματάκι σε μια φτωχογειτονιά. Στον πρώτο μήνα, τους λήστεψαν. Ό,τι είχαν μαζέψει, έκανε φτερά. Πίσω στην αρχή. Ξανά από το μηδέν.
Μετά τον πόλεμο, γύρισε στην Ελλάδα. Όχι γιατί όλα έγιναν καλύτερα, αλλά γιατί δεν άντεχε άλλο. Κουρασμένος, φαγωμένος απ’ τη ζωή. Για να τον αφήσουν ήσυχο, έγινε δεξιός, όχι από ιδεολογία – αλλά από ανάγκη. Πού να σηκώσεις κεφάλι αλλιώς;
«Λίγα κατάφερα,» έλεγε.
«Αγόρασα έναν καλό γάιδαρο τον Καρνέρα, κι ένα κτηματάκι. Κι έζησα 45 χρόνια ήσυχος, (παίζοντας και πρέφα στο καφενείο,) Όσο μπορούσα.»
Έφυγε απ’ τη ζωή το 1988, στα 97 του. Όλο του το κορμί μίλαγε για τις κακουχίες. Μα το βλέμμα του – εκείνο το βλέμμα – είχε μέσα του μια ήρεμη περηφάνια. Ότι πάλεψε. Ότι δεν τα παράτησε.
Και κάθε φορά που άκουγα το τραγούδι, «Αχ, πανάθεμά σε ξενιτιά, τζιβαέρι μου», ήξερα. Αυτό δεν είναι απλό τραγούδι. Είναι μοιρολόι για όσους έφυγαν, και για όσους έμειναν πίσω με τη φωτογραφία στο εικονοστάσι και το γράμμα στο χέρι.
Γιατί η ξενιτιά… δεν έχει καλό. Μόνο πληγές και σιωπές.