
iloveithaki.gr, 1/7/2025
άλλη μια μέρα της «εβδομάδας των ναυτικών». κι άλλο ένα τραγουδάκι. λίγη θάλασσα, λίγο δράμα, λίγο φεγγάρι πάνω απ’ την κουπαστή. άντε και λίγη ποίηση με αφρούς και όνειρα. μόνο που κανείς δεν γράφει για τις πληγές που βρωμούσαν μούχλα και πετρέλαιο. ούτε για τα πορτοφόλια που γυρνούσαν πίσω άδεια, άντε και μια νάιλον σακούλα δώρα για τα παιδιά.
η ζωή στα καράβια – απ’ τη δεκαετία του ’50 – δεν ήταν ρομάντζο.
μαρκάρισμα χωρίς φράγκο, άμμισθοι για μήνες, σεντόνια από το σπίτι, κουτάλια δανεικά. κι όταν τελικά έπεφτε κάνα δολλάριο, έπεφτε κι ο ναύτης ξερός στη μπουκάλα ή σε κάνα μπουρδέλο στη γιοκοχάμα, να ξεχάσει ότι η γυναίκα του τον περίμενε μ’ ένα γράμμα γεμάτο δάκρυα και λογαριασμούς.
μερικοί τη βολεύανε, οι άλλοι μπαρκάριζαν. με τη δεξιά ίδια πάντα. οι δοσίλογοι του ’40 έγιναν τακτικοί καλεσμένοι στην πρεσβεία των ΗΠΑ. η δημοκρατία έμενε στα λιμάνια και έτρωγε καμιά παστή σαρδέλα ξαλμυρησμένη στα φτωχά ταβερνάκια του πειραιά
ο έλληνας ναύτης ήταν φάντασμα με σαπισμένα δόντια, γυαλισμένες μπότες από την αργεντίνα και μια ελπίδα τσαλακωμένη στην τσέπη του παντελονιού. μόνο με ιδρώτα, αρμύρα και κάτι λέξεις από τραγούδια που τον έκαιγαν όσο κι ένα μπουκάλι ρούμι με κόκα κόλα, cuba libre.
και τώρα, ξανά. μια εβδομάδα, ένα τραγουδάκι, μια σημαία με άγκυρα.
αλλά ο ναύτης πάλι λείπει απ’ το πλάνο.
ο κόσμος δεν τον ρώτησε ποτέ. ούτε όταν «στην σέλα ακροβατούσε ποδηλάτου». ούτε όταν «μπαρκάρισε σε πειρατικό». ούτε όταν έλιωσε τα πτυχία του στο πόρτο ρίκο.
αλλά πάντα άξιζε, λέει, να υπάρχεις για ένα όνειρο.
κι ας σε κάψει.
και τώρα εσύ μου λες να γιορτάσουμε την εβδομάδα των ναυτικών.
να γιορτάσουμε τι;
την εκμετάλλευση; την εξορία; τη βρωμιά που την κάνανε ποίηση για να μην τρομάξει ο τουρίστας;
κι εγώ, συγγνώμη, δεν θυμάμαι πια. ερνέστο τον λέγανε ή νίκο;
αλλά θυμάμαι τη μυρωδιά της θάλασσας και της απόγνωσης.
θυμάμαι τα τραγούδια που ξεκίνησαν για να τιμήσουν, αλλά κατέληξαν κουβέρτα να σκεπάσουν τη ντροπή.
γι’ αυτό λέω: όχι άλλα τραγουδάκια.
όχι άλλη ποίηση για τον πόνο που ακόμα τρώει ψωμί μούσκεμα στο πετρέλαιο.
μόνο σιωπή. και λίγο σεβασμό.
Φιγούρα ξωτική και ταξιδιάρικη
στο φως του φεγγαριού ανθίζει πάλι
γιατί όλη την ζωή του την εξόδεψε
παράφορα γυρεύοντας μιαν άλλη
Θυμάμαι σαν παιδί γελούσε και έλεγε
στην σέλα ακροβατώντας ποδηλάτου:
Τον κόσμο εμείς θα φέρουμε στα μέτρα μας
πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του
Μα ο κόσμος προχωρά χωρίς να μας ρωτά
κλεισμένοι δρόμοι, κλέφτες και αστυνόμοι
αγάπα το κελί σου, του παν, κι ύστερα
έξω πιο μόνος μα γελούσε ακόμη

Μια νύχτα μεθυσμένη παίρνει ανάποδες
ημερολόγια καίει και πτυχία
Το χάραμα μπαρκάρει σε πειρατικό
για της ζωής του την σκηνοθεσία
Αλγέρι, Αλεξάνδρεια, South Africa
στο Άμστερνταμ δυο τέρμινα και κάτι
γλιστρούσαν οι αγάπες μες στα μάτια του
σαν τον αφρό στα δάχτυλα του ναύτη
Στο Πόρτο Ρίκο χρόνια ασυλλόγιστα
και τις καρδιάς του σκόρπισε τα φύλλα
σε υπόγεια σκοτεινά και ύποπτα
λες και έψαχνε το φως μες στην ξεφτίλα
Κάποια ζεστή βραδιά σε ένα μπλουζάδικο
άκουσε να φαλτσάρει η μουσική του
τα αφεντικά στον δρόμο τον πετάξανε
τα στίγματα σαν είδαν στο κορμί του
Κι η Σύλβια που με πάθος τον αγάπησε
δεν έλειψε στιγμή απ’ το πλευρό του
ζητώντας με μανία στην αγκάλη του
την κόλαση και τον παράδεισό του
Σαλπάρισε μια νύχτα με πανσέληνο
και στο στερνό του γράμμα μου ‘χε γράψει:
Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο
και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει
Τα χρόνια έχουν περάσει δε θυμάμαι πια
Ερνέστο τον ελέγανε η Νίκο;
Κι ακόμα συγχωρείστε με που ξέχασα
αν χάθηκε στο Μετς η στο Πόρτο Ρίκο
Όσο για μένα είμαι πάντα εδώ
με των ματιών σας τη φωτιά σημαία
είναι όμορφα απόψε που ανταμώσαμε
μ’ αρέσει να αρμενίζουμε παρέα