
iloveithaki.gr, 27/8/2025
γράφει ο νιόνιος ο μανιάς του μήδη
δεν θέλω αλλαγή
έτσι όπως τ άφησε ο πατέρας μου
έτσι θα μείνουν
θα βρω γυναίκα
θα κάμω παιδιά
καλύτερο σπίτι
καλύτερη δουλειά
πιο πολλά λεφτά
τι με νοιάζει τι θέλουν οι άλλοι
τι κάνουν οι άλλοι
θα ζήσω ήσυχα
θα χαρώ τα παιδιά
τίποτα δε θα μου λείψει
ο επίτροπος θα μου φέρνει τ αντίδωρο
μπροστά μπροστά στα πανηγύρια
στις εκδηλώσεις
κι εσείς στην γκρίονα
στη μεμψιμοιρία
στη ζήλια
στη φτήνια
στη φτώχεια
στον μαρασμό
μπορεί να ξεκίνησα φτωχός
μα τα κατάφερα
έκανα οικονομία
ο παράς είναι η δύναμη μου
κοινωνικοί αγώνες λέτε
να τρέχουν οι άλλοι
να κυνηγιούνται
να σκοτώνονται
εγώ γιορτάζω του αγίου παντελεήμονα
πάντα πάνω
μα γιατί γεννιόμαστε
μα για να κάνουμε παιδιά
ήσυχα και καλά
προσέχοντας την τάξη
κι όποιος δεν το καταλαβαίνει
ας πάει να πιει στο ταβερνάκι
να παραμιλά πιωμένος
να σέρνεται στα σοκάκια
να τον αποφεύγουν όλοι
ας πάει με τα κουδούνια στα βουνά
με τους εργάτες στα χωράφια
με τους αλήτες στους τεκέδες
με τους ναυτικούς στις φουρτούνες
τα παιδιά μου θα ζουν με ασφάλεια
με αξιοπρέπεια
με κύρος
μορφωμένα
δεν θα ψάχνουν για δουλειά
δεν θα σερβίρουν σε ταβέρνες
δεν θα περιμένουν επιδόματα
οι τραπεζίτες θα τα χαιρετούν
οι ουρές θα είναι για τους άλλους
δεν θα μυρίζουν ιδρώτα στα λεωφορεία
θα ψηφίζουν δεξιά
κι αυτά
και τα παιδιά τους
και τα εγγόνια τους
γιατί να στεναχωριέμαι
αν πήραν τους γείτονες για το άουσβιτς
για τη μακρόνησο
γιατί να τρέχουμε για συσσίτια
έτσι είναι η κοινωνία
πλούσιοι και φτωχοί
δυνατοί και αδύνατοι
αξιοπρεπείς και ντροπιασμένοι
δεν αλλάζει
δεν μπορούμε να τρώμε ούλοι
άλλοι δουλεύουν
άλλοι τρώνε
«ό,τι έφτιαξα το έφτιαξα για μένα.
κι αν ο κόσμος καίγεται,
εγώ να μη σβήσω το κερί μου.»
Στήσαν χορό μες στη βροχή, διαμάντια οι στάλες στη σκεπή
κι ένας ξημέρωμα περνάει, παραμιλάει, παραπατάει
Σαν όνειρο μου φαίνεται και δεν μου κακοφαίνεται
ο κόσμος πάει κι έρχεται μα πουθενά δεν φτάνει
Μούσκεμα τα τσιγάρα μου, τα σπίρτα κι η κιθάρα μου
μα δεν με νοιάζει μη χαθώ, τα ‘χω χαμένα από καιρό
Κι όπως σας βλέπω βιαστικά, τα μάτια σας ορθάνοιχτα
ξέρω της νύχτας το σκοπό κι αν ξεμεθύσω θα σας πω
Την αφεντιά σου προσκυνώ κι ότι σ’ αρέσει τραγουδώ
δεν έχουν λόγια οι στιγμές, περνάν και φεύγουν θες δεν θες
Πάω λοιπόν να κοιμηθώ, μήπως συμβεί κι ονειρευτώ
ίσως μ’ αφήσει το κρασί να δω του κόσμου την αυλή