
iloveithaki.gr, 25/5/2025
Από την ηλικία των 18 ετών άρχισα να ασχολούμαι με την πολιτική. Ήταν μια φυσική εξέλιξη, σχεδόν επιβεβλημένη από τις συνθήκες της εποχής. Η δεκαετία του ’60 ήταν μαύρη για την Ελλάδα και τον λαό της. Οι κοινωνικές διακρίσεις, η φτώχεια και η αδικία κυριαρχούσαν παντού. Η μόνη διέξοδος για τους νέους της εποχής ήταν το “μπάρκο” — τα ταξίδια στη θάλασσα για ένα μεροκάματο, μια ελπίδα, ένα καλύτερο αύριο. Δύσκολο, μα το συνηθίσαμε. Και κυρίως: επιζήσαμε.
Ύστερα ήρθε η χούντα. Και τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Η ελευθερία πνίγηκε, οι φωνές σώπασαν, και το σκοτάδι βάρυνε τις ζωές όλων. Εκείνα τα χρόνια ταξίδευα συχνά στη Βραζιλία και την Αργεντινή. Ήταν μια διέξοδος, αλλά και ένας τρόπος να παραμείνω όρθιος μέσα σε έναν κόσμο που άλλαζε βίαια.
Ύστερα ήρθε η στρατιωτική θητεία. Για ένα χρόνο υπηρέτησα, καθώς θεωρήθηκα ήδη προστάτης. Στο μεταξύ, η πολιτική μου σκέψη δεν σταμάτησε. Στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας γράφτηκα κρυφά. Ήταν μια πράξη συνείδησης, μα και αντίστασης.
Δούλεψα στον Πειραιά, δίπλα στους ανθρώπους της θάλασσας. Εκεί εντάχθηκα στην ΕΝΣΥΠΑ, τη ναυτεργατική οργάνωση του ΚΚΕ, και δραστηριοποιήθηκα για πολλά χρόνια. όπου έγραψα αρκετούς “θιακούς”.
Μπορεί να ήταν δύσκολα τα χρόνια, μα δεν ήταν χαμένα. Ήταν γεμάτα εμπειρίες, ταξίδια, συνειδητοποιήσεις. Ήταν η ζωή μας. Και τη ζήσαμε με το κεφάλι ψηλά.
Ύστερα από χρόνια δουλειάς, προσφοράς και παρουσίας στους αγώνες, άρχισαν να γεννιούνται μέσα μου σοβαρές αμφιβολίες. Στις κομματικές συγκεντρώσεις δεν μου επέτρεπαν να εκφράζω ελεύθερα τη γνώμη μου. Δεν υπήρχε πραγματική δημοκρατία. Το δόγμα ήταν πάνω απ’ όλα — κι αυτό με επνίγε. Η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης ήταν κάτι ιερό για μένα, και χωρίς αυτήν, δεν μπορούσα να συνεχίσω.
Κατάλαβα τότε κάτι βαθύτερο: ότι ένα κόμμα, όσο κι αν το σέβεσαι, δεν μπορεί να σου εξασφαλίσει πρόοδο ή αλήθεια από μόνο του, ειδικά μέσα σε έναν κόσμο τόσο σύνθετο και άδικο. Έπρεπε να φύγω, αλλά δεν ήθελα να στραφώ εναντίον του ΚΚΕ, το οποίο είχα τιμήσει με τη συμμετοχή μου και συνεχίζω να σέβομαι.
Βρήκα, λοιπόν, έναν τρόπο να φύγω χωρίς να προσβάλω. Δεν αποχώρησα φανερά, δεν έκανα φασαρία — τους ανάγκασα να με διώξουν. Ήταν μια ήσυχη ρήξη, που όμως για μένα σήμαινε πολλά. Ήταν το τέλος μιας πορείας και η αρχή μιας άλλης — πιο εσωτερικής, πιο προσωπικής, πιο ελεύθερης.
Δεν γράφτηκα ξανά σε κανένα κόμμα μετά την αποχώρησή μου από το ΚΚΕ. Παρέμεινα, όμως, ενεργός στο να παρακολουθώ την πολιτική ζωή, τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Ποτέ δεν σταμάτησα να ενδιαφέρομαι. Η πολιτική είναι μέρος της ζωής μας – και το να γνωρίζεις τι γίνεται είναι μια μορφή συμμετοχής, έστω κι από απόσταση.
Κάποια στιγμή, γράφτηκα στον ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρχε τότε μια ελπίδα, μια αίσθηση ότι μπορεί να γίνει κάτι διαφορετικό. Αλλά δυστυχώς, και αυτό το κόμμα το διαλύσανε. Όχι εξωτερικά – αλλά από μέσα. Και πάλι βρέθηκα να φεύγω, για τον ίδιο λόγο όπως και πριν: γιατί καταλύθηκε η δημοκρατία. Μέσα στο ίδιο το κόμμα. Δεν υπήρχε χώρος για διάλογο, για ελευθερία σκέψης. Ξανά τα ίδια λάθη.
Τώρα πια μεγάλωσα. Βλέπω τα πράγματα αλλιώς. Αναρωτιέμαι συχνά αν η πολιτική σκηνή, αν η οργάνωση των κρατών σε κόμματα, εξυπηρετεί πραγματικά τους πολίτες – ή απλώς τους πολιτικούς. Από την εμπειρία μου, τα κόμματα μοιάζουν να είναι εργαλεία στα χέρια των ισχυρών. Τα χρησιμοποιούν όπως θέλουν, και συχνά εις βάρος των λαών.
Και σκέφτομαι: αν δεν υπήρχαν κόμματα και οπαδοί; Αν οι άνθρωποι έπαυαν να χωρίζονται σε “στρατόπεδα”, μήπως θα ήταν καλύτερα; Μήπως έτσι θα έπαιρναν οι λαοί την πραγματική δύναμη στα χέρια τους; Μήπως τότε θα αποδυναμώνονταν οι πολιτικοί και θα γεννιόταν μια νέα μορφή δημοκρατίας — πιο καθαρή, πιο ανθρώπινη;
Δεν έχω τις απαντήσεις. Αλλά έχω τη σκέψη, την εμπειρία και την ελπίδα. Και αυτές, όσο κι αν αλλάξουν τα πράγματα, δεν θα πάψουν ποτέ να με συντροφεύουν.