
iloveithaki.gr, 18/6/2025
Ο μικρός Αλή και τα καλοκαίρια που δεν έφυγαν ποτέ
Τις νύχτες του καλοκαιριού, εκείνες που ο αέρας φυσάει από το νότο και ανακατεύει μαλλιά, αναμνήσεις και βλέμματα, αναδύονται ιστορίες που δεν γράφτηκαν ποτέ σε βιβλία, μόνο σε βλέμματα και σε αλμυρά τραγούδια. Σε μία απ’ αυτές τις νύχτες, ξανάρχoνται στους παλιούς θαλασσινούς οι θύμησες που φουρτουνιάζουν την καρδιά πιο πολύ από ότι ο αέρας το πέλαγος.
Ο μπάρμπα Στελλής δεν έλεγε παραμύθια. Έλεγε ζωντανά απομεινάρια του παρελθόντος, που μύριζαν θάλασσα, κατράμι και κάτι απ’ το χαμόγελο της απώλειας. Μιλούσε για τον Αλή — έναν μικρό Σαρακηνό, που τον πήρε η θάλασσα μικρό παιδί, τον έψησε η αρμύρα, και τον έκανε κουρσάρο. Ήταν, λέει, τρανός. Όχι για τα πλούτη του, αλλά για τη μοίρα που κουβαλούσε. Κι αυτή η μοίρα, σαν μαγνήτης, τραβούσε τη σκέψη μακριά, ακόμα κι όταν τα πόδια πατούσαν στην ακτή.
Μια βραδιά — φεγγάρι να χάνεται, θάλασσα να σωπαίνει — έδεσε τη γαλέρα του σ’ ένα ακρογιάλι. Κι εκεί, λένε, ερωτεύτηκε. Ένα φιλί μιας κόρης τον αφοπλίζει. Δεν υπάρχει σπαθί που να αντέχει στο φιλί. Μα το ξημέρωμα, η γαλέρα φεύγει χωρίς τον Αλή. Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, δεν κυνηγούσε τη λεία, αλλά άφησε τον εαυτό του να πιαστεί.
Όμως ο Αλή ήταν φτιαγμένος για ταξίδι. Όχι για λιμάνι. Έφυγε από την αγκαλιά της, με συντροφιά μια πληγή που δεν γιάτρεψε ποτέ. Ήταν στη φύση του να φεύγει. Να ψάχνει. Να μην ανήκει.
Κι όταν ο γέρος έφτανε στο τέλος της ιστορίας, δεν άντεχε. Ένα δάκρυ του ξέφευγε. Λόγια δεν έλεγε. Έλεγε πως του μπήκε άμμος στα μάτια. Μα όποιος ξέρει από θάλασσα, ξέρει πως δεν είναι η άμμος που πονάει, αλλά ό,τι κουβαλάει μαζί της.
Χρόνια περάσαν. Μνήμες μαράθηκαν σαν παιδικά λουλούδια. Μα κάτι έμεινε. Ένα τραγούδι, φτωχό μα τίμιο, — και το συναίσθημα εκείνο, το αλλιώτικο, που δεν μπαίνει σε λέξεις. Γιατί φαίνεται πως υπάρχουν άνθρωποι που περνούν σαν άνεμοι και μας αφήνουν αλλιώς. Και δακρύζεις μόνο που μιλάς γι’ αυτούς γιατί είναι σαν εμάς, γιατί είμαστε εμείς
Τις νύχτες του καλοκαιριού που ‘ριχνε τα μαλλιά σου
ένα αεράκι νοτικό μες στη θολή ματιά σου
θυμάσαι το μπάρμπα Στελλή με τσ’ ώρες να μιλεί
για ένα μικρό Σαρακηνό κουρσάρο τον Αλή;
Μικρό παιδί το πήρανε και το ‘ψησε η αρμύρα
τρανός κουρσάρος γίνηκε, έτσι το ‘γραφε η μοίρα
έλεγε ο γέρος κι έπεμπε το λογισμό μου αλλού
μα επάτουνα στα χνάρια σου στην άκρη του γιαλού
Σ’ ένα ακρογιάλι μια βραδιά, στου φεγγαριού τη χάση
άραξε τη γαλέρα του μέχρι ο νοτιάς να πάψει
και μάγεψε τη σκέψη του μιας κόρης το φιλί
και η γαλέρα εμίσεψε με δίχως τον Αλή
Ήτανε λέει στη φύση του καράβια νε κουρσεύει
και πολιτείες μακρινές κι άγνωστες να γυρεύει
κι έφυγε από την αγκαλιά της κόρης μια βραδιά
με σύντροφο αγιάτρευτη πληγή μες στην καρδιά
Ποτέ δεν καταλάβαμε γιατί κοντά στην άκρη
της ιστορίας του ‘φευγε του γέρου ένα δάκρυ
άμμος λέει πως του ‘μπαινε στα βλέφαρα βαθιά
που σήκωνε απ’ τη θάλασσα η δυνατή νοθιά
Μάδησε ο χρόνος σαν παιδί της νιότης το λουλούδι
μα εγώ σε φύλαξα ακριβή σ’ ένα φτωχό τραγούδι
φαίνεται πως σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ πολύ
για να δακρύζω σαν μιλώ για το μικρό Αλή