
iloveithaki.gr, 3/10/2025
γράφει ο νιόνιος ο μανιάς του μήδη
η θάλασσα του 16ου αιώνα ήταν αμείλικτη. οι ναυτικοί αντιπάλευαν φουρτούνες, χιονοθύελλες, και κάψες που θέριζαν ζωές. στην μπαρμπαριά οι καύσωνες σκότωναν με αφυδάτωση και θερμοπληξία· στον κόρφο λεόν, στον κόλπο της μασσαλίας,οι άνεμοι έδεναν τις γαλέρες· κι ο κάβος μπόνος, στην τυνησία, μόνο καλός δεν ήταν. οι γαλέρες, σκάφη χαμηλά και μακριά, εξαρτημένα από τους κωπηλάτες, πάλευαν με τα στοιχεία της φύσης όσο και με τον εχθρό.
ανάμεσα στους θαλασσινούς εκείνου του καιρού βρέθηκε κι ένας θιακός ναυτικός. γεννημένος σε νησί υπό ενετική κυριαρχία, ανάμεσα σε λίγους προνομιούχους και πολλούς φτωχούς, έμαθε από μικρός πως οι ισχυροί κυβερνούσαν τη μοίρα των υπολοίπων. στο ιονιο, τα λιμάνια της κέρκυρας, της ζακύνθου και της κεφαλονιάς ήταν στα χέρια των ενετών, γεμάτα στόλους και εμπορικά καράβια. η ιθάκη, μικρή κι άσημη τότε, υπέφερε από πείνα και φορολογίες.
όταν ξέσπασε η μεγάλη σύγκρουση της ναυπάκτου το 1571, οι στρατολογήσεις πήραν πολλούς νησιώτες. οι ενετοί επιστράτευαν ντόπιους για πληρώματα, μα οι οθωμανοί πρόσφεραν καλύτερους μισθούς σε ικανούς ναυτικούς. έτσι βρέθηκε ο θιακός μισθοφόρος αξιωματικός σε οθωμανική γαλέρα. την εποχή εκείνη οι βαθμοί δεν ήταν όπως σήμερα: στις ενετικές γαλέρες, ο capitano di galera ήταν ο επίσημος καπετάνιος (συνήθως ευγενής), ο sopracomito διοικούσε στην πράξη, ο patrono και οι sottocomiti φρόντιζαν για το πλήρωμα και τους κωπηλάτες. στις οθωμανικές, ο καπετάνιος λεγόταν reis, ο βοηθός του kethüda, οι μικροί αξιωματικοί çavuş, κι ο keleusta έδινε ρυθμό στα κουπιά. ένας έλληνας μπορούσε να φτάσει μέχρι τα μεσαία στρώματα της ιεραρχίας, όχι όμως στην κορυφή.
η ναυμαχία στον πατραϊκό κόλπο υπήρξε σφαγή. τετρακόσια πλοία της ιερής συμμαχίας (ισπανία, βενετία, πάπας, γένοβα) συγκρούστηκαν με τριακόσια οθωμανικά. χιλιάδες νεκροί, εκατοντάδες βυθισμένες γαλέρες. πολλοί έλληνες πολεμούσαν και στις δύο πλευρές — άλλοι κωπηλάτες των ενετών, άλλοι αξιωματικοί και ναύτες των οθωμανών. ήταν το διχασμένο πεπρωμένο των υπόδουλων: χωρίς ελευθερία επιλογής, έλληνας εναντίον έλληνα, κάτω από ξένες σημαίες.
όταν η γαλέρα του θιακού βούλιαζε, μπήκε στην καμπίνα του καπετάνιου, άρπαξε το σεντούκι με τον χρυσό, το ‘δεσε σε σανίδα και ρίχτηκε στη θάλασσα. το κύμα τον ξέβρασε στην οξιά, νησί μικρό απέναντι από το θιάκι. εκεί έκρυψε τον θησαυρό κι ύστερα πέρασε στον αστακό, κι από εκεί ξαναγύρισε στο θιάκι.
τα χρόνια πέρασαν. παντρεύτηκε μια φτωχή καπέλα, έκανε δυο παιδιά. μα το σεντούκι δεν έπαψε να τον βαραίνει. ένα βράδυ, με νοικιασμένο καΐκι και δυο συντρόφους, πήγε στην οξιά και το πήρε πίσω. κανείς δεν το έμαθε ποτέ. αγόρασε γη στο λιμάνι στο σημερινό βαθύ — τη μετέπειτα πρωτεύουσα της ιθάκης — και έφτασε μέχρι έναν παλιό μώλο. για ασφάλεια πήρε κοντά του 5-6 αλβανούς φυγάδες, συχνά ληστές που κατέφευγαν στα νησιά, γιατί φοβόταν τους τούρκους.
στάθηκε τυχερός: με τον θησαυρό αγόρασε μια γαλέρα, ύστερα δεύτερη. έκανε εμπόριο στο ιονιο και στο γαλαξείδι , που ήταν τότε εμπορικό κέντρο και έδρα του μπέη των σαλώνων, και σιγά- σιγά σ όλη την μεσόγειο, η φήμη του μεγάλωσε, κι οι γιοι του συνέχισαν τη ναυτική παράδοση. μα μετά το 1700 τα ίχνη χάθηκαν· κανένα γραπτό δεν συνέδεσε ξανά την οικογένεια με την παλιά ιστορία.
έτσι μένει μονάχα η διήγηση: ένας θιακός ναυτικός, που δοκίμασε τη σκληρότητα της θάλασσας και της ιστορίας, βγήκε ζωντανός από τη ναύπακτο, έκρυψε ένα σεντούκι στην οξιά, και θεμελίωσε με αυτόν τον θησαυρό μια νέα ζωή στο νησί του.
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί
Μέρες της αρμύρας κι ο ήλιος πάντα εκεί
με τα μακεδονίτικα πουλιά και τ’ αρμενάκια
που ελοξοδρόμησαν και χάσανε την Μπαρμπαριά
Πότε παραμονεύοντας τον πόρφυρα
το μαύρο ψάρι έρχεται φεύγει
μικραίνουν οι κύκλοι του
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί
Μεγάλωσαν τα γένια μας η ψυχή μας αλλιώτεψε
αγριεμένο το σκυλί γαβγίζει τη φωνή του
βοήθα καλέ μου
μη φαγωθούμε μεταξύ μας
Χίλια μύρια κύματα
μακριά τ’ Αϊβαλί
Χίλια μύρια κύματα
μακριά τ’ Αϊβαλί
Ώρες ώρες μερεύουμε με τη χορδή της λύρας
δεμένος πισθάγκωνα στο μεσιανό κατάρτι
ο Χιώτης ο τυφλός τραγουδιστής βραχνός προφήτης
μασώντας τη μαστίχα του παινεύει την Ελένη
μασώντας τη μαστίχα του παινεύει την Ελένη
κι άλλοτε τη Τζαβέλαινα τραβάει στο χορό
στο χορό
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί
Μεγάλωσαν τα γένια μας η ψυχή μας αλλιώτεψε
αγριεμένο το σκυλί γαβγίζει τη φωνή του
βοήθα καλέ μου
μη φαγωθούμε μεταξύ μας
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί
Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί