
iloveithaki.gr, 31/10/2025
άρθρο γνώμης του νιόνιου του μανιά του μήδη
αύριο γίνομαι 79 χρόνων.
και εξήντα από αυτά μέσα στην πολιτική.
κι ακόμα βλέπω κύκλους.
σαν τους χειμώνες και τα καλοκαίρια.
αλλά πιο σκληρούς.
οι έλληνες μεγάλωσαν σε αυτοκρατορίες άλλων.
ρωμαίοι. βυζαντινοί. φράγκοι. ενετοί. τούρκοι.
οι μεγάλοι άλλαζαν σημαίες.
ο λαός άλλαζε αφεντικά.
κι όμως, μείναμε έλληνες.
η γλώσσα, η μνήμη, μια περηφάνεια που δεν έσβησε.
μαζί όμως έμεινε κι η σκιά.
να σκύβεις στο δυνατό.
να ζητάς χάρη από τον ισχυρό.
να λες “τι να κάνουμε, έτσι είναι”.
οι λίγοι έπαιρναν γη και φόρους,
οι πολλοί κουβαλούσαν.
τους λέγανε ραγιάδες.
και μετά πολίτες.
αλλά το σύστημα έμεινε.
με άλλες στολές, άλλα κουστούμια,
ίδιους τρόπους.
στον πόλεμο της κατοχής,
άλλοι πολέμησαν, πείνασαν, χάθηκαν.
άλλοι πούλησαν τον διπλανό τους
και μετά βρέθηκαν με σπίτια, θέσεις, σφραγίδες.
οι πρώτοι μίλησαν για δικαιοσύνη και ισότητα.
οι δεύτεροι για “τάξη”, “ασφάλεια” και “να μην αλλάξει τίποτα”.
η ιστορία τους ξέρει.
όχι με ονόματα, αλλά με ρόλους.
μετά ήρθαν οι ξένοι πάλι.
να αποφασίσουν ποια ελευθερία χωράει.
ο λαός είχε πληρώσει, αλλά δεν αποφάσιζε.
είπαν “σταθερότητα”.
και σταθερότητα έγινε το δίκιο των λίγων.
χρόνια μετά,
οι εγγονοί των δυνατών ακόμα δυνατοί.
οι απόγονοι των φτωχών ακόμα προσαρμόζονται,
κοιτάνε να σταθούν, να ζήσουν, να μην φανούν.
και φτάνουμε στο σήμερα.
στην πολυκατοικία,
στη γειτονιά, στο καφενείο.
και σε ακούω μπάρμπα να γκρινιάζεις
για τα παιδιά που φωνάζουν στην πλατεία.
λες ότι δεν έχουν τρόπους.
ότι ενοχλούν.
αλλά αυτά τα παιδιά
δεν πήραν κτήματα, δεν πήραν προίκες πολιτικές,
δεν τα φώναξε κανείς “κύριε”.
βρήκαν έναν δρόμο στενό,
και προσπαθούν να χωρέσουν.
με άγχος, με νοίκια, με αβεβαιότητα.
κι εσύ τους ζητάς σιωπή.
ποιος σε πείραξε τελικά, μπάρμπα;
ο θόρυβος του μέλλοντος
ή η ησυχία της υποταγής;
μήπως όσα μάθαμε αιώνες τώρα
να σκύβουμε στον δυνατό
και να μαλώνουμε τον αδύναμο,
ήρθε η ώρα να τα ξεμάθουμε;
μήπως τελικά
δεν σε ενοχλούν τα παιδιά;
μήπως σε ενοχλεί
που μεγαλώνουν δίχως εκείνο το «σίγουρο αύριο»
που κάποτε νόμιζες αυτονόητο;
που δεν τους χαρίζεται δουλειά,
ούτε σπίτι, ούτε θέση κοινωνική,
ούτε σεβασμός χωρίς αγώνα.
μήπως σε τρομάζει
που δεν φοβούνται όσο φοβηθήκαμε,
κι ας μην έχουν τίποτα στα χέρια,
έχουν κάτι στην καρδιά που χάσαμε στον δρόμο;
μήπως σε θυμώνει
όχι ο θόρυβος από το τόπι τους
αλλά ο θόρυβος από την αλήθεια τους
ότι η ζωή δεν ‘ναι σωστή για όλους
όπως μας την πουλούσαν;
μήπως δε φωνάζουν αυτά —
αλλά ξυπνά μέσα σου
εκείνο το παιδί που ήθελε κι αυτό να παίξει,
μα το μάθανε να κάθεται ήσυχα,
να μη μιλάει, να μη ζητάει πολλά;
και πες μου, μπάρμπα…
αν δεν είναι οι φωνές τους το πρόβλημα,
μήπως είναι η σιωπή που σου έμαθαν συνήθεια;
και πες μου κάτι.
τα παιδιά φταίνε που φωνάζουν,
ή φταίει που τόσα χρόνια
κανείς δεν τα άκουσε;
Εγώ με τις ιδέες μου
κι εσείς με τα λεφτά σας,
νομίζω πως τα θέλετε μονά ζυγά δικά σας,
δε θέλω την κουβέντα σας
ούτε τη γνωριμιά σας.
Θα χτυπήσω εκεί που σας πονάει,
κανένα δε θα αφήσω εμένα να κερνάει.
θα με χρίσω ιππότη και τζεντάι
και άμα ξεμεθύσω
σας λέω και γκοντμπάι.
Και οι θεοί σαν πείθονται
εάν υπάρχει ανάγκα,
για πόλεμο δεν έκανα
ποτέ εγώ το μάγκα
και ούτε νεροπίστολο
δεν έχω στην παράγκα.
Θα τραβήξω το δρόμο μου όσο πάει
κανένα δε θα αφήσω
εμένα να κερνάει,
Θα απολύσω κι όποιον με περιγελάει,
χιλιάδες δυο αλήθειες
ο πόνος μου γεννάει.
Εγώ στα δίνω έτοιμα
κι εσύ τα θες δικά σου
λιγούρα που σε έδερνε
παρ’ όλα τα λεφτά σου
και ούτε στο νυχάκι μου
δε φτάνει η αφεντιά σου.
Δε σε παίρνει εμένα να κοιτάξεις
χωρίς καμιά ουσία εσύ
θα τα τινάξεις.
Είσαι θύμα του νόμου και της τάξης
δεν ξέρεις καν το λόγο
για να με υποτάξεις
