
iloveithaki.gr, 7/11/2025
ένα μικρό διήγημα της νόνας της παντώρας από τον νιονιό τον μανιά του μήδη
η νόνα μου,
η παντώρα,
όμορφη σαν πρωινό στο περαχώρι,
κόρη του λόλου του λιβάνη,
η νόνα λοιπόν
δεν μιλούσε όπως μιλάνε σήμερα.
όχι.
είχε τη δική της γλώσσα.
μια γλώσσα μισή ελληνικά,
μισή βενετσιάνικα,
και μισή θάλασσα.
τρεις μισές, θα μου πεις.
ε, έτσι ήταν η νόνα.
ήξερε να χωράει παραπάνω απ’ όσο λογάριαζες.
την άκουγες να λέει
“andiamo, παιδάκι μου”,
και νόμιζες πως θα πάρει φόρα
και θα φύγει για ιταλία έτσι, χωρίς βαλίτσα.
μετά γύριζε και σου φώναζε
“cossa fai, μωρέ;”
κι εγώ δεν ήξερα αν με μάλωνε
ή με χάιδευε με τα λόγια.
μάλλον και τα δύο –
στο σπίτι,
έβαζε νερό στη χύτρα
και έλεγε “subito”,
λες και είχε γύρω της παρέα ενετούς
να περιμένουν το φαγητό.
κι όταν θύμωνε,
έβγαζε κάτι παλιές λέξεις
που είχαν περάσει από γενιά σε γενιά
σαν προίκα μυστική.
μια φορά τη ρώτησα:
“νόνα…
από πού τα ξέρεις αυτά;
ποιος σου τα ’μαθε;”.
και γύρισε,
και είπε:
“από κανέναν.
έτσι τα ’βρισκα στο σπίτι.
έτσι τα μίλαγε ο πατέρας μου, ο λόλος.
έτσι μιλούσαν όλοι εδώ.
κι άμα σ’ αρέσουν, κράτα τα.
είναι δικά σου κι ας μην το ξέρεις”.
κι εγώ τα κράτησα.
όχι τις λέξεις.
αυτές χάθηκαν μαζί της.
μα κράτησα την αίσθηση.
σαν να φωνάζει το νησί:
“αυτές οι κουβέντες ακούστηκαν χίλιες φορές
πριν έρθεις εσύ.
γι’ αυτό τις γνωρίζεις”.
η νόνα η παντώρα
δεν μιλούσε ιταλικά.
μιλούσε ιταλιάνικα της ιθάκης.
μιλούσε όπως μιλούσαν οι παλιοί
που είχαν δει ενετούς, πειρατές, κακουχίες,
και δεν φοβήθηκαν τίποτα.
κι όταν σήμερα θυμάμαι τη φωνή της,
μου φαίνεται πως ακούω από μέσα της,
και τις γυναίκες του νησιού,
και κάτι παλιούς θαλασσινούς
που έδεναν στο λιμάνι
και μιλούσαν μισές λέξεις σε τρεις γλώσσες.
κι εκεί,
ξέρω πως δεν είναι φαντασία.
είναι η νόνα.
να μου λέει πάλι:
“andiamo, παιδάκι μου.
πάμε.
να θυμηθείς”.
