Θα ‘ρθει μάγκες μου μια δόση/ να μην πληρωθεί η δόση/ και προτού μας τη βιδώσει/ ο Αλέξης θα ενδώσει/ μνες και γρόσια θα εκδώσει/ τ’ άντερό μας να λαδώσει/ γιατί του την έχει δώσει./ Τι ψυχή θα παραδώσει; Μύρισε καλοκαιράκι, όπως σωστά πήρατε πρέφα, ανεβάζει έτι τη θερμοκρασία η αγωνία για την ανεπίδοτη συμφωνία και κατρακυλάμε στο παραλήρημα, που οι δανειστές βάζουν τα δυνατά τους να γίνει τρομώδες. Δεν μασάμε όμως.
Υδροδοτεί τις άγονες εκτάσεις των καιρών με άλικα αυλάκια η ανυποχώρητη εμμονή του Μαξίμου στις κόκκινες γραμμές και βγάζει αφρούς ο Βόλφγκανγκ καθότι ήταν αλλιώς μαθημένος: Γιατί ο Σόιμπλε ο βλαξ/ στέλνει τα μέτρα με το φαξ/ στις κυβερνήσεις εναλλάξ/ ασκεί πολιτική πυξ λαξ/ πάνω σε μηχανάκι Ζακς/ κάνει διαρκώς κουάξ κουάξ/ αβέρτα πίνοντας τα ντραγκς/ παιδί μη βρέξει και μη στάξ’. Ξεφεύγουμε για τα καλά, κατά τα φαινόμενα. Και πού να σφίξουν οι ζέστες!
Μεφιστοφελικός και πολυμήχανος ο Αλέξης Τσίπρας την έχει μαεστρικά στημένη στους εταίρους. Τι κι αν μας στράγγισαν τα ταμεία, τι κι αν οι τσέπες μας κατάντησαν πανί με πανί; Αν δεν μας χορηγήσουν το μπαγιόκο, απλώς δεν θα καταβάλουμε τα δανεικά, θα δημιουργηθεί πιστωτικό γεγονός και οι λαοί της Ευρώπης θα τους ζητήσουν τα ρέστα. Ποιος είπε πως η Αριστερά/ είναι λευκή περιστερά/ με πούπουλα αστραφτερά/ και γοργοτάξιδα φτερά;
Ονειδος συνιστά η στάση των θεσμών. Εξαγριώθηκε εξαιτίας της η εκλεκτή μας επιστολογράφος Μαρία Λιώτη και «κατακόκκινη από θυμό» μας γράφει, σήμερα που το ‘χουμε ρίξει στις ρίμες: Διάγομεν περίοδο των κόκκινων γραμμών/ μακρών ευρωσυσκέψεων, βαθέων στεναγμών./ Οι κυβερνώντες προσδοκούν έντιμη συμφωνία/ να τελειώσει του φτωχού Ρωμιού η αγωνία./ Οι δανειστές μάς στρίμωξαν ασφυκτικά στον τοίχο/ και δεν ακούμε για καιρό του χρήματος τον ήχο./ Τις λίστες διορθώνουνε με κόκκινο στιλό/ και αξιώνουν με φωνές ν’ αλλάξουμε μυαλό./ Ομόφωνα διέταξαν κι άλλο να προσπαθήσουμε/ τη διαρκή λιτότητα ώσπου να συνηθίσουμε.
Σάμπως οι κόκκινες γραμμές που οι δικοί μας χάραξαν/ τα νεύρα των εταίρων μας απότομα τα τάραξαν./ Απόφαση δεν παίρνουνε, το χρόνο ροκανίζουν/ και νέα μέτρα μάς ζητούν χωρίς να κοκκινίζουν./ Γίναμε κατακόκκινοι όλοι απ’ το θυμό μας/ και μες στο κόκκινο κρασί πνίγουμε τον καημό μας./ Η υπομονή μας αδελφοί έφθασε πια στο κόκκινο/ και όσα τους προτείναμε τα ‘χουνε κάνει κόσκινο./ Τις κατακόκκινες γραμμές δεν θα μετακινήσουμε/ και, αν ανάγκη παραστεί, το σύμπαν θα κινήσουμε./ Το κόκκινο το χρώμα τους δεν πρέπει να ξεβάψει/ γιατί εάν αυτό συμβεί την έχουμε όλοι βάψει.