
iloveithaki.gr, 30/6/2025
είναι, λέει, η «εβδομάδα των ναυτικών». κι όπως πάντα, γεμίζουν οι οθόνες με επετειακά λογάκια, κορδέλες, μπάρμπες με τιμητικές πλακέτες και γραβάτες που δεν έχουν δει ποτέ αρμυρό νερό.
αλλά ο ναύτης δεν είναι στο πάνελ. ο ναύτης δεν κρατά μικρόφωνο.
ο ναύτης είναι στην καμπίνα, στο λεβητοστάσιο, στον θόρυβο, στον ιδρώτα και στο αλάτι.
κι αν πέσει στη θάλασσα, θα τον γράψουν μια παράγραφο στην ασφαλιστική.
στο λιμάνι του άμστερνταμ, λέει το τραγούδι, ένας ναύτης πίνει και ξεψυχάει.
κι αυτός είναι ο πραγματικός – εκείνος που θάλασσα τον πότισαν, όχι σχολές.
ο ναυτικός που άφησε πίσω παιδιά να μεγαλώνουν με φωτογραφίες και γυναίκες να κοιμούνται με τη βρύση ανοιχτή για να σκεπάζουν τη σιωπή.
ο ναυτικός που άνοιγε κονσέρβες μέσα σε μηχανοστάσια, που γλίστραγε σε καταστρώματα με σαπουνόνερα, που είχε πάνω του τη μυρωδιά του λαδιού και του θανάτου.
κανένας υπουργός δεν έζησε τρεις μήνες με τη μασχάλη του άλλου να στάζει.
κανένα «πολυτεχνείο εμποροπλοιάρχων» δεν δίδαξε πώς να αντέχεις την απόγνωση, την κακουχία και τις κραυγές που ακούγονται μόνο τα ξημερώματα μέσα στο αμπάρι.
γιορτάζουμε την εβδομάδα των ναυτικών με κάτι ψωροεκδηλώσεις.
μα ο ναυτικός δεν γιορτάζει.
ο ναυτικός επιβιώνει. κι αν σταθεί τυχερός, γυρίζει σπίτι για λίγο πριν τον ξαναφάει το πέλαγος.
γιατί για κάθε «λιμάνι του άμστερνταμ» υπάρχει κι ένα καράβι σαπιοκάραβο, ένα φορτίο παράνομο, ένας πλοίαρχος που «δεν ξέρει τίποτα», κι ένας άνθρωπος που απλώς ήθελε ένα μεροκάματο για να ζήσει η οικογένειά του.
στην εβδομάδα των ναυτικών, θυμήσου ότι αυτοί που κατουρούσαν το φεγγάρι μεθυσμένοι δεν ήταν «παραβατικοί». ήταν φτωχοί, μόνοι και κουρασμένοι.
κι η κοινωνία τους γύρισε την πλάτη, αφού πρώτα τους ρούφηξε ό,τι είχαν – ιδρώτα, χρόνο, ζωή.
μην τους γιορτάζεις. σεβάσου τους.
και ζήτα συγγνώμη για το αλάτι που τους χώσαμε στην πληγή.
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ
έσας ναύτης τραγουδάει
τους καημούς και τις ελπίδες
που μαζί του κουβαλάει
στο λιμάνι του Άμστερνταμ
ένας ναύτης αραχτός
και δακρύζει η μουσική
και δακρύζει ο ποταμός
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ
ένας ναύτης ξεψυχάει
κι είναι λιώμα κι όλο κλαίει
και χτυπιέται τούτη η πόλη
στο λιμάνι του Άμστερνταμ
στην ομίχλη το πρωί
ένας ναύτης ξεπετιέται
και που κλαίει ένα παιδί
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ
που μαζεύονται οι ναύτες
κάποιος απ’ αυτούς αρπάζει
ψαροκέφαλα απ’ τις γάτες
και τα δόντια του σου δείχνει
σαπισμένα που ‘χουν μείνει
που μπορούνε να ρουφήξουν
τα κατάρτια στη σελήνη
Και στον ταβερνιάρη κάνει
με το χέρι του αδειανό
“γέρο μάγειρα μαλάκα
πέτα ψάρια κατά δω”
κι όπως του ‘ρθε να ξεράσει
έτσι αγήμπορος σαν πτώμα
ξεκαρδίζεται και λύνει
το ζωνάρι του στο χώμα
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ
ένας ναύτης μπεκροπίνει
μπύρες πίνει και μεθάει
κι όλο πίνει και ξερνάει
ξαναπίνει στην υγεία τους
στις πουτάνες που ‘χουν πάρει
εκατόν πενήντα άντρες
σε μια νύχτα η καθεμιά τους
Έχουν χάσει την τιμή τους
παζαρεύοντας τη σάρκα
για ένα πιάτο κρύα σούπα
ένα αψέντι δύο μάρκα
και τη θάλασσα ο ναύτης
και τον ουρανό θα φτύσει
κι όπως κλαίω την αγάπη
έτσι αυτός θα κατουρήσει
Στο λιμάνι του Άμστερνταμ