
iloveithaki.gr, 15/7/2025
γράφει ο νιόνιος μανιάς του μήδη
φίλε μάκη,
σε ευχαριστώ για το δεύτερο σχόλιό σου.
είναι σαφές, στοχαστικό, με γλώσσα που σέβομαι βαθιά.
όμως ακριβώς επειδή σέβομαι την ουσία του, νιώθω την ανάγκη να τοποθετηθώ ευθέως.
λες ότι λυπάσαι γιατί αντί να λειαίνουμε την ιδεολογική φαρέτρα της αριστεράς,
κυνηγάμε τον τετραγωνισμό του κύκλου – εις μάτην.
μα ειλικρινά:
πόσα χρόνια τώρα λιπαίνουμε, ακονίζουμε και “λειαίνουμε” ιδεολογικές φαρέτρες;
πόσες φορές ακόμη θα ξανασυζητήσουμε “τι εστί αριστερά”,
ενώ έξω ανεβαίνει η ακροδεξιά με μπότες και σημαιάκια του μίσους;
δεν είναι εποχή για χαλαρές “λέσχες σκέψης”.
είναι εποχή πολιτικής πράξης.
λες ότι ούτε μεσσίας χρειάζεται, ούτε κάποιος με αμφιλεγόμενο παρελθόν.
συμφωνώ: ούτε άγιος, ούτε παρθενογένεση χρειάζεται.
χρειάζεται κάποιος να βγει μπροστά με τα λάθη του, αλλά και με τα κότσια του.
και στην παρούσα στιγμή, αυτός είναι ο τσίπρας.
δεν γράφω ύμνο.
δεν κάνω αγιογραφία.
αλλά ξέρω πώς είναι η πραγματικότητα όταν δεν υπάρχει κανένας στο προσκήνιο με απεύθυνση, εμπειρία και στοιχειώδη αξιοπιστία.
λες ότι το νέο θα έρθει στο μακρινό μέλλον, από έναν “οδηγητή” που δεν θα σχετίζεται με ιδεολογικά περιχαρακωμένους χώρους.
επιτρέψέ μου να πω:
δεν με αφορά το μακρινό μέλλον αυτή τη στιγμή.
με καίει το παρόν.
με καίει το τώρα,
που ο κόσμος απελπίζεται, που τα ακροδεξιά αφηγήματα φουσκώνουν σαν καρκίνος,
που κάθε μέρα απραξίας κλέβει και μια φωνή από τη δημοκρατία.
γιατί να στο πω και λαϊκά:
η ακροδεξιά δεν περιμένει την αριστερά να “καθαρίσει το αφήγημά της”.
επελαύνει.
στην ευρώπη. στην αμερική.
και στην ελλάδα, το χώμα είναι πρόσφορο για τέρατα.
εμείς τι κάνουμε;
μαλώνουμε αν το “νέο” χωράει τον τσίπρα.
λες και έχουμε την πολυτέλεια να τον πετάξουμε χωρίς να έχουμε τίποτα για να τον αντικαταστήσουμε.
δεν λέω ότι είναι αλάνθαστος.
λέω όμως ότι αν έχεις έναν άνθρωπο που ακόμη ακούγεται στον λαό,
που ακόμη μπορεί να εμπνεύσει,
που έστω στέκεται όρθιος –
δεν τον βάζεις στην άκρη.
τον αξιοποιείς.
κι αν αποτύχει ξανά;
τουλάχιστον προσπάθησες.
τουλάχιστον πάλεψες.
όχι σαν τους άλλους που κάθονται να προβλέπουν το μέλλον, αντί να αλλάξουν το παρόν.
δεν τετραγωνίζουμε τον κύκλο.
απλώς δεν έχουμε χρόνο να περιμένουμε να γίνει τέλειος ο κόσμος για να ξαναπολιτικοποιηθούμε.
γιατί τότε – θα μας κυβερνούν άλλοι.
και ούτε φαρέτρα θα έχουμε, ούτε γλώσσα.
μόνο φόβο.
φίλε μάκη
μεγαλώσαμε,
κουραστήκαμε – έχεις δίκιο.
αλλά δεν πρέπει να σταματήσουμε να παλεύουμε,
κι ας μην τα καταφέρουμε.
στο κάτω κάτω
μας έγινε τρόπος ζωής.
κι έτσι όπως είναι τα πράγματα,
δεν έχουμε και τίποτα να χάσουμεκαι μην ξεχνάς πάντα μας χαρακτήριζε η καλοσύνη
Γιάννη Ρίτσου: Οι γερόντοι μας (από την ποιητική συλλογή Πέτρινος χρόνος)
Κάθε τόσο μας έρχονται καινούριες καραβιές
γερόντοι απ το Μοριά, απ’ τη Ρούμελη,
και πιο πάνω απ’ τα Τρίκαλα κι απ’ τη Μακεδονία,
λιγνοί γερόντοι χοντροκόκκαλοι μ’ άσπρα μουστάκια και φλοκάτες
μυρίζουν σβουνιά και χωράφι,
Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου,
Στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων,
μιλάνε λίγο, δεν μιλάνε καθόλου,
ωστόσο πότε πότε το βλέπεις πούχουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια,
μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ το χώμα και τηράνε πίσω απ’ τους ώμους μας.
Όταν γαλανίζει το βράδι τις τέντες
κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι,
όταν ο ουρανός κατεβαίνει απ’ τα βράχια δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων
κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ’ το συρματόπλεγμα,
τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρεις-τρεις, πέντε-πέντε,
σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού.
Και τότες πια δεν ξέρεις- έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς αξούριστοι, άλαλοι,
δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους,
αν είναι ν’ ανάψουν το τσιγάρο τους
ή αν είναι ν’ ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.
Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί.
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.
Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
που δε σηκώνει τ’ άδικο.
Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο,
στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα,
σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας,
με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.
Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας,
κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη,
σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους,
σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων,
σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή,
εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ’ τ’ αστροπελέκι.