
iloveithaki.gr, 23/10/2025
γράφει ο νιόνιος δ. μανιάς
στο θιάκι ο χρόνος κυλά αργά.
σαν το νερό που στάζει απ’ τη βρύση στο κάλαμο
άνθρωποι γεννιούνται, άλλοι φεύγουν,
κι ο κόσμος συνεχίζει σχεδόν ο ίδιος.
η θάλασσα, πάντα μπλε.
τα καράβια, τα σκάφη μπαινοβγαίνουν,
οι νόνες κάθονται στις κοφιτέριες κοντά στη θάλασσα.
κάθε μέρα, τα ίδια.
καμιά βόλτα, λίγη δουλειά, λίγο μπαλκόνι.
κι ύστερα σιωπή.
το βουνό της παναγιάς απέναντι δεν αλλάζει.
μοιάζει να σε κοιτά και να σου λέει:
«άντε, ανέβα πάλι».

ο σίσυφος το ήξερε καλά αυτό.
ήταν βασιλιάς της κορινθίας,
πατριώτης της φρύνης και της λαΐδας,
άνθρωπος έξυπνος, που δεν δεχόταν να χάσει.
γι’ αυτό και τιμωρήθηκε να ανεβαίνει για πάντα.
μα στο τέλος, αυτό το ανέβασμα έγινε η ζωή του.
έτσι είναι κι εδώ.
την ανεβάζεις σιγά σιγά,
σαν πέτρα βαριά.
λες πως θα αλλάξει κάτι,
πως αύριο θα ‘ναι αλλιώς,
μα το αύριο μοιάζει πολύ με το χτες.
κι η μόρφωση σχέση δεν έχει·
ίσως μάλιστα η πέτρα να γίνεται μεγαλύτερη.
κι όμως, συνεχίζεις.
όπως ο σίσυφος.
ο καμύ τον φαντάστηκε ευτυχισμένο,
όχι γιατί νίκησε,
αλλά γιατί συνέχισε.
γιατί μέσα στο ίδιο το ανέβασμα
βρίσκει το νόημα.
κι εκεί, κάπως, ο σίσυφος του θιακιού γίνεται τραγούδι.
Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι
ουρανέ, φίλε μακρινέ
πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή
πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη
πώς ν’ αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό
αχ ουρανέ πόνε μακρινέ
Κάθε δειλινό κοιτώ τον ουρανό,
το γαλανό
κι ακούω μια φωνή,
καμπάνα γιορτινή
να με παρακινεί
Κάθε Κυριακή μου λέει να πάω εκεί,
εκεί, εκεί
που χτίζουνε φωλιά
αλλόκοτα πουλιά
στου ήλιου τα σκαλιά
Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι
ουρανέ, φίλε μακρινέ
πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή
πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη
πώς ν’ αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό
αχ ουρανέ πόνε μακρινέ
Κάθε δειλινό κοιτώ τον ουρανό,
το γαλανό
και μια φωνή τρελή
σαν χάδι κι απειλή
κοντά της με καλεί
Κάθε Κυριακή μου λέει να πάω εκεί,
εκεί, εκεί
μου τάζει ωκεανούς
κομήτες φωτεινούς
και ό,τι βάζει ο νους
Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι
ουρανέ, φίλε μακρινέ
πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή
πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη
πώς ν’ αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό
αχ ουρανέ πόνε μακρινέ
