
iloveithaki.gr, 5/11/2025
άρθρο μνήμης για το λιμάνι στο Βαθύ, του νιόνιου του μανιά του μήδη
το λιμάνι που μεγαλώσαμε
θυμάμαι το λιμάνι στο βαθύ από πέντε χρονών.
εκεί έμαθα τη θάλασσα.
εκεί έμαθα τη ζωή.
εικόνα πρώτη.
τρείς — τέσσερις μαγκλαράδες
εγώ με κοντό παντελόνι.
κραυγή. γέλιο. φόβος.
με πιάνανε από χέρια και πόδια.
με κουνάγανε και μ’ έριχναν μακριά.
«να μάθεις μπάνιο», μου λέγαν.
στα ρηχά ήμουν άνετος. τα βαθιά τα φοβόμουν.
εκεί πρωτογνωρίστηκα με την αλμύρα.
εικόνα δεύτερη.
βουτάγαμε και βγάζαμε ρίζες από θήκια.
τις πηγαίναμε στο φαρμακείο.
δεν θυμάμαι το όνομα.
ήταν για τα έντερα.
η θάλασσα μας θεράπευε.
εικόνα τρίτη.
κοπάδια μπάφες εκεί που σήμερα είναι το αβ.
με ένα πεταχτάρι γέμιζε ο μώλος ψάρια.
μικροί και μεγάλοι μαζί.
χαρά και μπόλικη ζωή.
εικόνα τέταρτη.
μαζεύαμε μικρές γαρίδες στο μέσα μέρος του μώλου.
ένα μέτρο βάθος.
γαριδούλες που τρώγαν αθήκια.
μια μικρή απόχη.
παιχνίδι και καθημερινότητα μαζί.
εικόνα πέμπτη.
ρίχναμε μικρά δικτάκια κάτω από το φανάρι στο λαζαρέτο.
τα δέναμε στον βράχο.
τα βάζαμε βράδυ. τα σηκώναμε πριν φέξει.
μετά τον σεισμό του ’53 το νησί ξαναγεννήθηκε και εμείς ψαρέυαμε για να φάμε.
τα καΐκια περνώντας «κλαμπάνιζαν» τα δίχτυα.
γέμιζαν μπαρμπούνια. σαβόρο στο τηγάνι.
εικόνα έκτη.
ο μπάρμπας ο λάλας, πάντα πριν φέξει, στο παράθυρο.
μια βαρκούλα με κουπιά.
και το σχόλιο του: «τι αμαρτίες πληρώνεις παιδάκι μου;»
μια φωνή της παλιάς ιθάκης.
εικόνα έβδομη.
στο μώλο του λιμεναρχείου βγάζαμε λίτσες με το πεταχτάρι.
πάνω από κιλό η κάθε μία.
δεν τα πουλούσα. τα χάριζα.
ή τα πήγαινα σπίτι.για φαί.
εικόνα όγδοη.
μπάνιο στο μέτελα.
παιδιά πολλά. φωνές. αλάτι. ελευθερία.
εικόνα ένατη.
με το καμάκι πέρα από τα σφαγεία.
χταπόδια. σουπιές.
η θάλασσα γεμάτη. το νησί ζωντανό.
όλα αυτά τα έζησα.
και τώρα πολλές φορές δεν μπορούμε να πλησιάσουμε.
η θάλασσα που μας μεγάλωσε κουράστηκε.
πνίγεται. βρωμάει.
το λιμάνι που ήταν σχολείο ζωής έγινε μνήμη.
και ας πούμε και κάτι ακόμα, που πονάει.
στο λιμάνι στο βαθύ το μπάνιο απαγορεύεται.
επίσημα. γιατί τα νερά θεωρούνται μολυσμένα.
κι όμως, εκεί μέσα πέφτουν παιδιά που μαθαίνουν ιστιοπλοΐα.
παιδιά που περνάνε ώρες στο νερό.
με χαμόγελο και όνειρο.
παιδιά που δεν φταίνε σε τίποτα.
τι τους λέμε;
ότι εμείς μεγαλώσαμε σε καθαρά νερά
κι εκείνα πρέπει να κολυμπάνε σε μολυσμένα;
αν αυτό δεν είναι αδικία, τότε τι είναι;
αν αφήσουμε το λιμάνι να χαθεί, χάσαμε την καρδιά μας.
κι αν δεν κάνουμε κάτι, θα ’ναι αμαρτία για τα παιδιά μας.
πάμε να βρούμε λύσεις.
πάμε να καθαρίσουμε το λιμάνι.
πάμε να του δώσουμε ανάσα.
να ξανακούσουμε γέλια στο νερό.
να ξαναδούμε ψάρια στα ρηχά.
να μη φορτώσουμε στα παιδιά τις αμαρτίες μας.
η θάλασσα δεν μας πρόδωσε ποτέ.
ας μη την προδώσουμε εμείς.
ο τουρισμός καλός είναι.
μα η υγεία μας καλύτερη.
κι ακόμα καλύτερη η θάλασσα και το λιμάνι μας.
ο τόπος δεν ζει από επισκέπτες αν πρώτα δεν ζει από μέσα του.
ας τα σώσουμε. για εμάς. και για τα παιδιά μας.
Έχω ένα καφενέ
Στου λιμανιού την άκρη
Τον έχτισε το δάκρυ
Αυτών που μένουνε
Και περιμένουνε
Έχω ένα καφενέ
Που ακούει όλο τα ίδια
Για μπάρκα και ταξίδια
Αυτών που μένουνε
Και περιμένουνε
Έχω ένα καφενέ
Ένα παλιό ρημάδι
Αχ να ‘τανε καράβι
Γι αυτούς που μένουνε
Και περιμένουνε
