
iloveithaki.gr, 8/11/2025
ένα κοινωνικό σχόλιο του νιόνιου του μανιά του μήδη
ζούμε μέσα σε ένα σύννεφο που αλλάζει χρώμα κάθε τόσο.
άλλος λέει το δικό του, άλλος το συμφέρον του, άλλος ό,τι άκουσε στο δρόμο.
η αλήθεια έγινε θήραμα που δεν ξέρεις πια αν υπάρχει.
κάθε μέρα ένα καινούργιο ψέμα.
κάθε μέρα κι ένας νέος ντόρος.
κι άντε μετά να βγάλεις συμπέρασμα.
η τεχνητή νοημοσύνη τα ίδια.
αυτό που της δίνουμε, αυτό αναμασά.
θέλει κατάλληλες ερωτήσεις.
θέλει πίεση.
αλλιώς απλώς καθρεφτίζει τον κόσμο μας, με όλα τα στραβά του.
και από δίπλα οι φήμες.
αυτές που μεγαλώνουν μαζί μας.
αυτές που γίνονται μπούσουλας χωρίς να το καταλάβουμε.
μας μαθαίνουν τι να πιστέψουμε πριν προλάβουμε να σκεφτούμε.
και μετά ζούμε με αυτές σαν να ήταν μόνιμος νόμος.
το συμφέρον μας δεν μας το λέει κανένας.
ο καθένας το φυλάει για την πάρτη του.
κι εμείς στέκουμε να ψάχνουμε νόημα μέσα στην ομίχλη.
η wikipedia γράφει:
προκατάληψη είναι πεποίθηση που δεν στηρίζεται στη λογική,
αλλά στηρίζεται πεισματικά στον εαυτό της.
μια θέση σκληρή σαν πέτρα, που μέσα της φωλιάζουν περιφρόνηση κι απέχθεια.
όχι γνώμη.
πεποίθηση που δεν υποχωρεί.
κι εδώ φτάνουμε στο σημείο που νιώθεις την εγκατάλειψη.
εκεί που η κοινωνία σε αφήνει μόνο,
γιατί έχει συνηθίσει το λάθος και δεν ενδιαφέρεται να το διορθώσει.
να το ποίημα του καβάφη, που μιλά για εκείνη την κρίσιμη ώρα που όλα σε αφήνουν:
απολείπειν ο θεός αντώνιον
του κ. π. καβάφη
σαν ξαφνικά, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδιά σου που βγήκαν όλα πλάνες,
μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την αλεξάνδρεια που φεύγει.
προ πάντων να μη γελασθείς, μη πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου.
μάταιες ελπίδες τέτοιες μη καταδεχθείς.
σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι
τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την αλεξάνδρεια που χάνεις.
κι εμείς σήμερα έτσι.
σαν να απολείπει όχι θεός, αλλά η ίδια η κοινωνία.
σαν να φεύγει από το παράθυρο η διάθεση να νοιαστεί.
μένουμε μόνοι με τις προκαταλήψεις μας,
με τις φήμες που μας τραβάνε από το μανίκι,
με την αλήθεια που γίνεται καπνός,
και κανείς δεν γυρίζει να ρωτήσει τι χάσαμε.
αν δεν αλλάξουμε αυτό, θα χάνουμε αλεξάνδρειες κάθε μέρα.
σιωπηλά.
και θα νομίζουμε πως έτσι ήταν πάντα.
Πώς είναι ο έρωτας γραμμένος στο πετσί μας. Με γράμματα άραγε ή μαύρους αριθμούς; Αίμα θηλάζει κι η Ελλάδα κι η ζωή μας Και οι εχθροί είναι εραστές με εκβιασμούς. Των δράκων γάλα πίνουν μόνο και φαρμάκι. Κρίμα. Δεν γνώρισες τον Κώστα Καρυωτάκη. Στους ουρανούς θ’ αναγνωρίσουνε ποιος ήσουν. Ξέρουν αυτοί. Το φωτοστέφανο χρυσό. Φώτιζες νύχτες των ανθρώπων που θα ζήσουν κι έχουν και θάνατο και φως μισό μισό. Όχι τσεκούρι και μπαλτάς. Μήτε και σφαίρα. Μ’ ένα σουγιά που κόβει φλέβες στον αέρα. Με του Μακμπέθ πήγες τις μάγισσες, κοντά τους να βρεις πώς σμίγει το χρυσάφι με χαλκό κυνηγημένος απ’ το σώμα σου στους βάλτους βρήκες ποιός δαίμονας ξορκίζει το κακό. Δεν παραστάθηκαν Απόστολοι εκ κράτων Κι ας πήραν όψη τα μυστήρια των πραγμάτων. Τι συζητούσες στον Αγρό του Κεραμέως(1) στους κήπους του αίματος σαν μια σταλαγματιά. Για στρατηλάτης δεν σου πήγαινε γενναίος μήτε τσιράκι στων τραμπούκων τη στρατιά. Ω επαρχία, επαρχία, όλα τα σφάζεις. Τα μαχαιρώνεις και λυσσάς κι όλο σπαράζεις. Ο Γκρέκο εδώ, ο Λόρκα εκεί. Ποιος θα κερδίσει; Τους ξέρεις άραγε να ρίξεις μια ματιά; Και τώρα ποιος από τους δυο θα ζωγραφίσει την ομορφιά σου, σαν την άγρια νυχτιά. Σ’ άγγιξαν άραγε τα φίδια κι οι αράχνες. Τι μυστικά σού είπε το φως μέσα στις πάχνες. Αθώοι όλοι. Σε μια χώρα των αθώων. Δεν σε γνωρίσαμε να πιούμε έναν καφέ, δυο τρεις κουβέντες για τους άθλους των ηρώων γι’ αυτούς που ζούνε αγκαλιά μ’ έναν χαφιέ. Λυσσούν να σ’ εύρουν τα σκυλιά. Λυσσούν οι σκύλοι. Κι η ομερτά(2) στις καφετέριες καντήλι. Πώς να σου γράψω, το λοιπόν, βιογραφία αφού οι λέξεις μου είναι μόνο της βροχής. Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία. Θυμίζει σύλληψη κι εκτέλεση εποχής. Είμαστε άρρωστοι βαριά από νοσταλγία. Μας περιμένουν τα τσιγκέλια στα σφαγεία.—via http://stixos.eu
