22.09.2017, 06:12 | εφσυν
Κυριακή Μπεϊόγλου
Με μεγάλο ενδιαφέρον παρατηρώ τελευταία τους ανθρώπους που μιλούν στον δρόμο μόνοι. Βλέπω όλο και περισσότερους. Περπατούν, κάθονται στα παγκάκια, στα καφέ, στα σούπερ μάρκετ. Είχαμε παλιά, θυμάμαι, έναν ή δυο ανθρώπους διαφορετικούς στη γειτονιά.
Ενιωθα πάντα λίγο φόβο όταν τους συναντούσα στον δρόμο. Τι φοβόμουν; Νομίζω πως φοβόμουν πιο πολύ πως θα διακόψουν ξαφνικά τον διάλογό τους με τον αόρατο σε μένα συνομιλητή και θα με ρωτήσουν κάτι που δεν θα ήξερα να τους απαντήσω.
Οπως, για παράδειγμα, αν βρίσκω όμορφη τη γυναίκα που είναι δίπλα τους, αν πρόσεξα πόσο ψηλός είναι ο πατέρας τους, αν η χρονιά που ζούμε είναι το 1980, αν ο Χριστός υπήρξε και άλλα τέτοια περίεργα. Κι εγώ τότε ένιωθα πως έπρεπε οπωσδήποτε να απαντήσω κάτι γιατί το παιδικό μυαλό αργεί να καταλάβει πως δεν υπάρχουν απαντήσεις για όλες τις ερωτήσεις.
Τώρα βλέπω πολλούς τέτοιους ανθρώπους. Δεν τους φοβάμαι πια. Δεν τους αποφεύγω και νομίζω πως δεν με προσέχουν. Ούτε με ρωτούν ποτέ τίποτα. Είναι απορροφημένοι στη συζήτησή τους σε ένα άλλο παράλληλο φανταστικό σύμπαν. Καμιά φορά παραγγέλνουν δυο καφέδες, ο ένας μένει ανέγγιχτος. Αλλες φορές έχουν απλωμένο το χέρι τους σαν να κρατάνε ένα άλλο χέρι.
Και σχεδόν καθημερινά βλέπω έναν καλοντυμένο κύριο με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό να μιλά μάλλον στον Θεό. Αδιαφορεί πλήρως για τους περαστικούς που τον κοιτούν περίεργα. Εμείς που τον ξέρουμε τον αφήνουμε στην ησυχία του με κάποιο σεβασμό. Μπορεί κατά βάθος να σκεφτόμαστε πως μια ακόμη προσευχή σ’ αυτόν τον κόσμο μόνο καλό μπορεί να κάνει.
Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν μας βλέπουν. Υπάρχει ένα αδιαπέραστο διάφανο τζάμι ανάμεσά μας. Τι να τους συνέβη άραγε και μας απέκλεισαν από τον κόσμο τους; Ή μήπως εμείς τους εξορίσαμε, επειδή δεν μπορούμε να τους καταλάβουμε. Ξέρω πως η Ιατρική έχει τις δικές της απαντήσεις.
Δεν θα έπρεπε όμως κι η ανθρωπιά να έχει τον δικό της τρόπο; Οσο πιο πολλούς συναντώ -βάζω μαζί και τους άλλους τους αμίλητους που νιώθω πως ουρλιάζουν- αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που τους εμποδίζει να πετάξουν, να απελευθερωθούν και να γίνουν πλάσματα εγκόσμια. Κι όλο και πιο συχνά θυμάμαι εκείνο που είχε πει ο Ελύτης: «Κλωσάμε όλοι μας μια μικρούλα ιδιαιτερότητα, που, αν δεν κάνουμε το παν ώστε ο υποψήφιος νεοσσός να σπάσει το τσόφλι του και να πεταχτεί έξω, πάμε χαμένοι».