ένα σατιρικό κείμενο γνώμης του νιόνιου του μανιά του μήδη
λιομάζωμα λοιπόν. άλλος ένας εθνικός αγώνας. κάτι σαν μαραθώνιος, αλλά με δάκο.
με κράτος. με τον κακό μας τον καιρό
οι ελιές κουρασμένες. ούτε λάδι να βγάλουν. ξεραΐλα από το καλοκαίρι, ο δάκος χορεύει ζεϊμπέκικο, ο καιρός αποφάσισε να κάνει ταινία καταστροφής. κι από αύριο, λέει, δεκαπενθήμερο κακοκαιρίας. πάνω στην ώρα. να μην ξεχνιόμαστε.
κι εκεί που λες «ας μαζέψω το λαδάκι μου, να φάνε τα παιδιά», τσουπ. να το κράτος. με τα μπλοκάκια του, τα δελτία του, τα σύμπαντά του. για να πας ένα μπουκάλι λάδι στο παιδί που σπουδάζει πρέπει να έχεις δηλώσει μέχρι και πόσες φορές χάιδεψες την ελιά σου. είκοσι δεντράκια; δώσε ΑΦΜ, Ε9, Ε3 και μια υπεύθυνη δήλωση ότι δεν είσαι λαθρέμπορος. αλλιώς πρόστιμο να το θυμάσαι.
και φυσικά, αν είσαι από τους άλλους — ξέρεις, αυτούς με τα μεγάλα χαμόγελα, τις επιδοτήσεις οπεκεπε, και τα μεγαλύτερα SUV — όλα καλά. επιδότηση, πρόγραμμα, μπόνους, και καμιά φεράρι δώρο έτσι για το καλό. να μη ζορίζεσαι.
κι εμείς εδώ. λαός. χωμένος μέσα στα χώματα, στην υγρασία, στον δάκο. να παλεύουμε να μη χαθεί η σοδειά, μη χαθεί το λάδι, μη χαθεί κι η ψυχή μας μαζί. κι από πάνω να μας κάνουν και μάθημα. να μας ρωτάνε γιατί γκρινιάζουμε. λες και δεν βλέπουν. λες και δεν ζουν στον ίδιο τόπο. λες και δεν τους αφορά.
μα εμείς συνεχίζουμε. κόντρα στον καιρό. κόντρα στη γραφειοκρατία. κόντρα σε όσους νομίζουν ότι οι ελιές φυτρώνουν σε excel. εμείς τις μαζεύουμε. τις πονάμε. και θα τις σώσουμε, όσο μπορούμε. γιατί έτσι ζούμε. έτσι επιβιώνουμε. χιλιετίες τώρα.
κι όσο μας ζορίζουν, τόσο πεισμώνουμε. σαν τις ελιές. που αντέχουν. κι ας μη βγάλουν φέτος λάδι. θα βγάλουμε εμείς.
και μέσα σε όλα, παίζεται κι ένα άλλο παιχνιδάκι. ξέρεις, εκείνο το παλιό το κόλπο με τις τιμές. πρώτα βγαίνουν στα κανάλια και σου λένε «φέτος το λάδι δεν αξίζει, χαμηλές τιμές, κρίμα». για να πανικοβληθεί ο μικροπαραγωγός. να πουλήσει γρήγορα. να το δώσει στα 6 ευρώ. να ξεφορτωθεί τη σοδειά πριν τον σαπίσει το άγχος.
κι ύστερα, τρεις μήνες μετά, βλέπεις σούπερ μάρκετ. βλέπεις ράφια. βλέπεις τιμές. και σου ’ρχεται να φας το μπουκάλι, όχι το λάδι. είκοσι ευρώ το λίτρο. ίδιο λάδι, άλλη χώρα τιμών, άλλος κόσμος. κι εμείς στη μέση. να κοιτάμε το ταμείο, να κοιτάμε τα χέρια μας, να κοιτάμε τις ελιές μας που γελάνε πικρά. γιατί ξέρουν. ξέρουν ότι το παιχνίδι δεν το παίζουμε εμείς. το παίζει η κυβέρνηση υπέρ των ολίγων κι εμείς πληρώνουμε τα έξοδα