«Καμία εποχή δεν μπορεί να αποδοθεί παρά από τους ίδιους τους καλλιτέχνες της», έγραψε κάποτε ο Γκυστάβ Κουρμπέ. Ο Μπαλζάκ ισχυριζόταν, σαν σε μια νοερή, αλλόκοτα συγκερασμένη συνομιλία, ότι «οι εποχές είναι πιο ενδιαφέρουσες από τους ανθρώπους».
Του Νίκου Σκοπλάκη
Ίσως επειδή αν κατανοήσουμε τις εποχές, θα καταφέρουμε να διασώσουμε τους ανθρώπους ιστορικά, σε όλο το συχνά απροσδόκητο εύρος των αντιθέσεων, στο μεγαλύτερο δυνατό ψυχικό βάθος της προσωπικής και συλλογικής εμπλοκής με την εποχή τους, δηλαδή αναδυόμενους μέσα από τις πτυχές της ιστορικής αγωνίας τους.
Υπό αυτή την έννοια, υπάρχει στη λογοτεχνία μία όψη στέρεα και αναπόσπαστα συνυφασμένη με την ιστορική εμπειρία, ως συνάρτηση της ιστορικής συνείδησης και της λογοτεχνικής μετουσίωσης. Λογοτεχνικά είδη και γένη αποτυπώνουν διαφορετικά την εμπλοκή της λογοτεχνικής λειτουργίας με την κοινωνικο-ιστορική υλικότητα, αντιστέκονται με διαφορετικό τρόπο στην πίεση που ασκούν στο έργο οι ιστορικές αντινομίες στην πραγματική τους κίνηση, αναχωνεύουν διαφοροποιημένα την αισθητική ενδοστρέφεια και το ανοιχτό στον πραγματικό κόσμο ιστορικό της κοίτασμα. Αλλά όπως κανένα ποίημα δεν περιστέλλεται σε φιλοσοφικό ιδεόγραμμα και κανένα μυθιστόρημα δεν αποτελεί μυθοπλαστικό ανάλογο της ιστορικής αίσθησης, έτσι και κανένα λογοτεχνικό κείμενο δεν γράφεται με λέξεις αμιγείς και απαραμόρφωτες από μια ιστορική αίσθηση των πραγμάτων. Αυτή η αλληλοδιείσδυση των ασυμφιλίωτων αποτυπώνεται σε λογοτεχνικές στιγμές, όπου άλλοτε είναι ευκολότερα προσπελάσιμη μεθοδολογικά και άλλοτε εμφανίζεται με δυσπροσπέλαστο, αλλά όχι εντελώς ανακρυπτογράφητο βάθος συναφειών.Ωστόσο, σε ένα σύγχρονο “ξέφωτο ιδεών” (Lichtung, κατά τους Γερμανούς διαφωτιστές), όπου η προτασιακή γλώσσα έχει την απόλυτη δικαιοδοσία να ονομάζει, να απονευρώνει, να υπερτονίζει ή να συσκοτίζει και να διαστρέφει κατά το δοκούν τόσο όψεις της κοινωνικής κίνησης όσο και της λογοτεχνικής διαδικασίας, η συγκεκριμένη όψη της λογοτεχνίας αποσιωπάται, εξορίζεται ή υποτάσσεται στα στεγανά της ανιστορικής (και γι΄ αυτό εξόχως ανιστόρητης) μεταφυσικής. Ιδίως, όταν η εμπλοκή της λογοτεχνικής λειτουργίας με την ιστορική εμπειρία είναι δυσάρεστα ανιχνεύσιμη σε ένα λογοτεχνικό έργο. Και ιδίως, όταν ο συγγραφέας του οφείλει να παραμένει δέσμιος της ιδεολογικής εθνικοποίησής του, με το εύρος των αντιθέσεων στο έργο του να εγκιβωτίζεται εξακολουθητικά στις σύγχρονες ανάγκες της εθνικής ιδεολογίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, καθεστηκυία πολιτική πράξη γίνεται η εμπέδωση της μυθοποιητικής και εργαλειακής πρόσληψης των κειμένων: ορισμένες έννοιες δεν εξετάζονται στην ιστορική και νοηματική πολυεδρικότητά τους, δεν χρωματίζονται στα συγκείμενα και τα συμφραζόμενα, αλλά συρρικνώνονται σε εορταστικές λέξεις, που εμποδίζουν το ιδεολογικό υπόβαθρο αυτής της καθεστηκυίας πολιτικής πράξης να αποκαλυφθεί και να αποφενακιστεί από διεισδυτικές αναγνώσεις σε μεγαλύτερη κλίμακα. Οι λέξεις επιπλέουν παρασιτικά πάνω στο λογοτεχνικό κύρος των κειμένων, υποκαθιστούν την ερμηνευτική διαδικασία με ανεπάρκεια ή άγνοια «εγνωσμένων εθνικών αξιώσεων», αναστέλλουν στο διηνεκές τη διαμόρφωση κριτικότερων κατηγοριών κατανόησης. Η ποιητική λειτουργία, που αναδεικνύει σημασιακές προεκτάσεις, αιχμές αντιθέσεων και ασύμμετρες διαστάσεις, «ξεχνιέται», ώστε οι εορταστικές λέξεις του κοινωνικά αδιαφοροποίητου έθνους να επικρατούν πάνω στα κείμενα, μεταλλάσσοντάς τα σε ιδεολογική τροφή του «εθνωφελούς» φρονηματισμού.
Για παράδειγμα: Η όψη της σολωμικής Ελευθερίας αποστειρώνεται εορταστικά μέσα στις δύο στροφές του εθνικού ύμνου, ο οποίος για τους περισσότερους, από την παιδική ηλικία μέχρι τα βαθιά γεράματα, την παιανίζει αποκομμένη από τα συγκείμενα και τα ιστορικά συμφραζόμενα των υπόλοιπων 156 στροφών του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» (τα πάντα αποκτούν το ιδιαίτερο νόημά τους εντός του συγκεκριμένου συγκειμένου, ενώ η ιστορική τους θέαση ανακτάται μέσα σε μια δεδομένη σειρά ακολουθιών, my dear Watson!). Ας μην ξεχνάμε ότι η κόψη του σπαθιού της, ιδιαιτέρως στις στροφές 46-72, δεν επιτρέπεται να σκιάσει την εξ ορισμού φιλάνθρωπη φύση της εθνικής πολεμικής αρετής ή να ενεργοποιήσει συζητήσεις για τους ιστορικούς προσδιορισμούς και τις μορφές της επαναστατικής βίας στο πλαίσιο των πολύτροπων επαναστάσεων της περιόδου 1789-1848. Ο Διονύσιος Σολωμός εμφανίζει τον αντιφατικό και σύνθετο χαρακτήρα της εθνογένεσης ως δίκαιο ιστορικά δρώντων υποκειμένων, χωρίς να παρατρέχει τον φόρο αίματος της αντεκδικητικής μανίας και τις συνδηλώσεις του. Ιδεοκρατικός μεν, μετουσιώνει τις δυνάμεις της εθνογένεσης σε «όργανα καιρού και τόπου». Αλλά και ιστορικός, αφού αναδεικνύει το εύρος των αντιθέσεων και το ψυχικό βάθος της προσωπικής και συλλογικής εμπλοκής με την ιστορική αναγκαιότητα. Αντιθέτως, η όψη και η κόψη του «εθνωφελούς» φρονηματισμού αποφλοιώνουν το ποιητικό κείμενο σε λέξεις, οι οποίες διαιωνίζουν το επετειακό ανάμεσα σε κάθε σημαιοστολισμό, σε κάθε παρέλαση, σε κάθε ιδεολογική επιστράτευση των ανδρείων καθεστωτικών βαστάζων.
Έτσι, ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» και ο Σολωμός μεταπλάθονται αυθαίρετα με κριτήρια από το ανεξάντλητο οπλοστάσιο του «εθνωφελούς» φρονηματισμού. Ο κουρνιαχτός του κατακαθίζει στη δημόσια συζήτηση, εξαφανίζοντας ταυτοχρόνως ιστορική συνείδηση και λογοτεχνική μετουσίωση. Η κριτική γλώσσα της συγκριτολογίας, της λογοτεχνικής θεωρίας, της κειμενογλωσσολογίας κρημνίζονται στα τάρταρα του περί «μυημένων» σοφίσματος, για να θριαμβεύουν τα άκριτα προτάγματα που επανιεροποιούν τα κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα: «Απετάξω την κριτικήν λειτουργίαν; Απεταξάμην!».
Με την κριτική λειτουργία στριμωγμένη στο «εθνωφελές» καναβάτσο, οι αιχμές των αντιθέσεων, η πολυεδρικότητα της ιστορικής αίσθησης σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, η σημασιοδότηση της εποχής του στην εποχή μας θα θρυμματίζονται σε αμιγείς κι απονευρωμένες λέξεις: για να γιορτάζουμε αδιάκοπα την εγκεκριμένη ιδεολογική πλαισίωση, υπό επιτήρηση και με προσκλήσεις.