
δυσσέας των κυριακών
γράφει ο νιόνιος ο μανιάς του μήδη
μια κυριακάτικη βόλτα στην ιθάκη του σήμερα
κυριακή, δώδεκα του οκτώβρη.
ο οδυσσέας κατέβηκε από το παλάτι και σκεφτόταν την ευρύκλεια,
αυτή που τον μεγάλωσε,
τη γυναίκα που τον έπλυνε παιδί και τον γνώρισε άντρα,
τη μόνη που είδε την ουλή και δεν τρόμαξε.
γιατί μόνο εκείνη θυμάται ποιος ήταν πριν γίνει βασιλιάς.
ο ουρανός καθαρός, χωρίς σύννεφο,
μα στις ψυχές των ανθρώπων σύννεφα πολλά.
το λεβαντάκι κρύο, οι θεοί γελάνε,
σαν να ’χουν πιει μπύρες σπονδή στον διόνυσο για το καλό της μέρας.
περπατά στους πίσω δρόμους, κοιτάζει τους πλούσιους και τους φτωχούς του.
τους πρώτους τους ξεχωρίζει απ’ τη σιωπή τους —
δεν έχουν ανάγκη να μιλήσουν, είναι χορτάτοι.
τους δεύτερους απ’ τα μάτια —
μιλούν πριν το στόμα προλάβει να ψελλίσει το «καλημέρα».
οι τουρίστες φωτογραφίζουν τον ήλιο και νομίζουν πως είδαν το θιάκι.
οι ντόπιοι φωτογραφίζουν τάχαμου τους τουρίστες.
λίγα πράματα στην αγορά· τα ψάρια λιγοστά, τα λεφτά λιγότερα.
«άστους να πληρώνουν», συλλογάται ο βασιλιάς,
«μα πάλι οι φτωχοί πληρώνουν πιο πολλά.
οι άρχοντες γελούν πλατιά κι εγώ τους χαϊδεύω,
κανόνισα τους μνηστήρες.
δεν είμαι δα και θεός — κι ας με βλέπουν έτσι».
κι όμως, ούτε ο ίδιος ξεγελιέται.
ξέρει πως κι αυτόν, κάποτε, σκουλήκια τον φάγανε, όπως όλους.
«αν πιστεύεις στον απόλλωνα», μουρμουρίζει, «θα πεθάνεις νέος,
γιατί αγαπά μονάχα τους ωραίους.
εγώ πιστεύω στην αθηνά —
να μου δίνει νου, να τα αντέχω».
μα οι άλλοι θεοί δεν ησυχάζουν.
η αφροδίτη τσακώνεται για τους γκόμενους στις κοφιτέριες,
ο άρης όλο γκρίνια,
ο διόνυσος χαρές και γέλια,
κι ο ερμής, κουτσομπόλης παλιός,
σπέρνει λόγια — μισά αλήθεια, μισά όνειρο.
ο οδυσσέας γελάει.
«τι θεοί, τι άνθρωποι, τι βασιλιάδες — όλοι τα ίδια σκατά είμαστε»,
ψιθυρίζει κι ανηφορίζει σιγά προς το παλάτι.
εκεί τον περιμένει η πηνελόπη,
άφησε τον αργαλειό· βαρέθηκαν ο ένας τον άλλον.
η ευρύκλεια — γριά πια, μα όρθια — του κρατά την πόρτα.
τον κοιτάζει και ξέρει·
ο βασιλιάς κουράστηκε, μα δεν το λέει.
στην ιθάκη του σήμερα οι θεοί έχουν αποσυρθεί απ’ την εξέδρα,
οι άρχοντες τελειώσανε, οι φτωχοί σωπαίνουν.
κι ο οδυσσέας κατεβαίνει μώλο, πάντα θαλασσοδαρμένος,
μουτρωμένος βρίζει τον ποσειδώνα.
γιατί, στο κάτου κάτου, μόνο η ευρύκλεια τον βλέπει.
να περπατάει στο απόβραδο.