
iloveithaki.gr, 21/10/2025
μυθοπλασία.
ο ήλιος είχε πέσει πίσω απ’ τα βουνά.
το λιμάνι μύριζε κρασί και ψάρι.
ήταν μέρα πανηγυριού.
οι καμπάνες βαρούσαν, τα παιδιά γελούσαν.
οι γριές σταύρωναν τα τάματα, οι μουσικοί σφύριζαν τις κοντές πόλκες.
ο νιόνιος καθόταν σ’ ένα πεζούλι, κοιτούσε τη θάλασσα.
φτωχός, μα περήφανος.
ανάμεσα στον κόσμο, άγγλοι με κόκκινα σακάκια.
ίδιοι σαν σπαθιά, μα με βλέμμα ξένο.
ένας του ‘δωσε μια πεντάρα, είπε σπαστά
— good boy, drink a beer.
ο νιόνιος χαμογέλασε στραβά.
«να τους χαίρεσαι τους προστάτες σου, ιθάκη», ψιθύρισε.
«ούτε το όνομά σου δεν ξέρουν να πουν».
πιο πέρα, νέοι με μαλλιά μακριά φώναζαν.
«ζήτω η ένωση, ζήτω η ελευθερία».
ήταν οι ριζοσπάστες.
μοίραζαν χαρτιά, γραμμένα με ιδρώτα και όνειρα.
ο νιόνιος πήρε ένα.
το ‘βαλε στο σακάκι του.
«ίσως μια μέρα να γίνουμε κι εμείς αφεντάδες του εαυτού μας», είπε.
μα ήξερε.
τα όνειρα αργούν να ξυπνήσουν.
περάσαν τα χρόνια.
ο νιόνιος παντρεύτηκε τη μαριώ.
καλή ψυχή.
δεν είχε προίκα, μόνο δυο σεντόνια κι ένα τηγάνι.
ο πεθερός μουρμούριζε,
«η αγάπη δεν τρώγεται».
ο νιόνιος γελούσε.
«θα τη φάμε ωμή», του έλεγε.
τα συμπεθεριά δύσκολα.
ο αδερφός της μαριώς ήθελε τα χωραφάκια.
φωνές, παπάδες, χαρτιά.
όλα για δυο μουριές κι ένα γκρεμισμένο μαντρί.
τέτοια ήταν τα προικιά.
λίγα, μα με τιμή.
ύστερα ήρθε η ένωση.
σημαίες, καμπάνες, δάκρυα.
ο νιόνιος πήρε το παιδί αγκαλιά, πήγε στην πλατεία.
«τέλειωσαν οι άγγλοι», φώναζε ο κόσμος.
μα ο νιόνιος κοίταξε γύρω.
οι ίδιοι αφέντες, μόνο που τώρα μιλούσαν ελληνικά.
οι φόροι ανέβηκαν.
το λάδι φτηνό, το ψωμί ακριβό.
ο παπάς ήθελε ρεάλια για κάθε βάφτιση.
ο γραμματικός χαρτόσημο για κάθε δάκρυ.
κι οι ριζοσπάστες, που φώναζαν κάποτε,
τώρα σωπαίναν.
κάποιοι πήγαν στην αθήνα, άλλοι στα μνήματα.
η μαριώ έραβε για τις κυράδες.
ο νιόνιος κουβαλούσε ξύλα στο λιμάνι.
«ένωση την είπανε», έλεγε τα βράδια,
«μα εγώ πιο μόνος νιώθω».
το πανηγύρι του αγίου γινόταν κάθε χρόνο.
μα δεν είχε πια χαρά.
οι μουσικοί παίζανε, μα τα πόδια βαριά.
κανείς δεν χόρευε.
η φτώχεια έμπαινε στο σπίτι, καθόταν στο τραπέζι μαζί τους.
μια μέρα το παιδί τον ρώτησε.
«πατέρα, ποιοι ήταν οι άγγλοι;»
ο νιόνιος τον κοίταξε.
«οι καινούργιοι είναι ίδιοι με τους παλιούς», είπε.
«μόνο που αλλάξανε ρούχα».
κι ύστερα σώπασε.
η μαριώ έραβε ακόμα στο φως του λύχνου.
έξω, η θάλασσα ήσυχη.
κι ο νιόνιος σκεφτόταν πως,
ίσως, το μόνο που δεν αλλάζει
είναι η ελπίδα.
μα κι αυτή πεινάει,
όπως ο λαός της ιθάκης.
ο νιόνιος γέρος πια.
το κορμί λυγισμένο, τα μάτια θάλασσα.
στεκόταν στο γιαλό.
το σειστιοφόρο έπλεε αργά, άσπρο πανί, ξύλινη ψυχή.
επάνω, το παιδί του.
ούτε είκοσι χρονών.
ο άνεμος φύσαγε απ’ το ακρωτήρι.
το καράβι γύρισε μια φορά, σαν να χαιρετούσε.
ο νιόνιος σήκωσε το χέρι.
δεν μίλησε.
μόνο σκέφτηκε:
«εγώ περίμενα την ένωση,
αυτός περιμένει τη γυρισιά.
ίδια θάλασσα, ίδια πίκρα».
η ιθάκη μικραίνει.
το καράβι τραβάει για τον κόσμο.
κι ο νιόνιος μένει.
μονάχος, με τον ήχο των κουπιών και των καμπανών.
η ελπίδα, τελευταία, σβήνει μαζί με το φως.
καλό σου ταξίδι νιόνιο
Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δε θα με περιμένει
οι δρόμοι θα `ναι αδειανοί κι η πολιτεία μου πιο ξένη
τα καφενεία όλα κλειστά κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι
αέρας θα με παρασέρνει κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή
Κι ο ήλιος θ’ αποκοιμηθεί μες στα ερείπια της Ολύνθου
θα μοιάζουν πράγματα του μύθου κι οι φίλοι μου και οι εχθροί
μαρμαρωμένοι θα σταθούν οι ρήτορες κι οι λωποδύτες
ζητιάνοι εταίρες και προφήτες μαρμαρωμένοι θα σταθούν
Μπροστά στην πύλη θα σταθώ με τις κουβέρτες στη μασχάλη
κι αργοκουνώντας το κεφάλι θα χαιρετήσω το φρουρό
χωρίς βουλή χωρίς Θεό σαν βασιλιάς σ’ αρχαίο δράμα
θα πω τη λέξη και το γράμμα μπροστά στην πύλη θα σταθώ