
“val di compare – ιθάκη υπό ενετική διοίκηση, γύρω στο 1570. οι άνθρωποι σκάβουν, οι γυναίκες κουβαλούν νερό, τα καΐκια περιμένουν στο λιμάνι.”
iloveithaki.gr, 19/10/2025
πραγματικά ιστορικά γεγονότα μετά από έρευνα του νιόνιου του μανιά του μήδη.
τον 16ο αιώνα η ιθάκη ήταν ένα μικρό, φτωχό νησί στα χέρια της βενετίας.
οι ενετοί την ονόμασαν val di compare — η κοιλάδα του κουμπάρου.
ήταν ο τρόπος τους να δηλώσουν το νησί των “φίλων” τους, αυτών που υπηρετούσαν την εξουσία.
μετά τις τουρκικές επιδρομές, το νησί είχε σχεδόν ερημώσει.
οι ενετοί ήθελαν κατοίκους για να δουλεύουν τη γη, να φυλούν τα λιμάνια, να πληρώνουν φόρους.
έφεραν εποίκους από την κεφαλονιά, την ήπειρο και την ακαρνανία.
πολλοί ήταν αρβανίτες, άνθρωποι τραχείς, μαθημένοι στον πόλεμο και στο λιγοστό ψωμί.
τους έδωσαν χωράφια, προνόμια και απαλλαγές.
έτσι γεννήθηκαν ξανά τα χωριά: η ανωγή, το περαχώρι, ο σταυρός, η λεύκη, το βαθύ.
στα χωριά αυτά εμφανίζονται σιγά σιγά τα πρώτα ονόματα οικογενειών.
στους παλιούς καταλόγους και στις πράξεις των νοταρίων φαίνονται τα επώνυμα λασκαράτος, γαλάνης, παΐζης, καλένας, χαλκιόπουλος, γαλανός, λαδόπουλος.
οικογένειες μικρές, δεμένες με τη γη, με τα ζώα και με τη θάλασσα.
κάθε όνομα ήταν και ένα χωράφι, ένα μικρό κομμάτι ταυτότητας.
οι άνθρωποι μιλούσαν ελληνικά, με βαρύ επτανησιώτικο και ηπειρώτικο ιδίωμα.
οι αρβανίτες έφεραν μαζί τους λέξεις από τη γλώσσα τους, που μπλέχτηκαν με τα ντόπια.
στην αγορά και στα χαρτιά ακουγόταν ιταλικά και λατινικά — τα λόγια της εξουσίας.
οι νοτάριοι έγραφαν ιταλικά, οι παπάδες ελληνικά.
στα σπίτια, στις αυλές, στα χωράφια, μιλούσαν όπως έβγαινε απ’ την ψυχή:
μια γλώσσα σκληρή, ανακατεμένη, γεμάτη μουσική και ιδρώτα.
οι φτωχοί καλλιεργούσαν ελιές, αμπέλια, σιτάρι.
ζούσαν με το τίποτα και πλήρωναν σε είδος.
το λάδι, το κρασί, το σιτάρι πήγαιναν στη βενετία.
η ζωή ήταν σκληρή.
οι άντρες σκάβανε με ιδρώτα, τα ρούχα τους σκισμένα πίσω – τα σχιστοκόλικα.
δεν είχαν χρόνο για ξεκούραση, ούτε για αξιοπρέπεια.
οι γυναίκες κουβαλούσαν νερό, φρόντιζαν παιδιά, έραβαν τα ρούχα και στήριζαν το σπίτι.
η επικοινωνία μεταξύ των χωριών γινόταν με στενά μονοπάτια και μουλάρια.
από την ανωγή ως το περαχώρι ήθελε ώρες δρόμο.
οι κάτοικοι μετέφεραν κρασί, ψωμί, λάδι, και νέα.
στην ακτή του βαθιού και του πισαετού δούλευαν τα πλοιάρια·
απ’ εκεί ταξίδευαν ως την κεφαλονιά, το λιβόρνο και την πρέβεζα.
η ναυτιλία, μικρή αλλά ζωντανή, ήταν η ανάσα του νησιού.
το ψάρεμα κράταγε τους ανθρώπους όρθιους τον χειμώνα.
ξυλάρμενα καΐκια, πετονιές, δίχτυα, σαργοί και μαρίδες.
οι άντρες ψάρευαν με φεγγάρι, οι γυναίκες περίμεναν στην ακτή με λυχνάρια.
το αλάτι φύλαγε τη ζωή για τον χειμώνα.
οι “φίλοι” των ενετών, οι κουμπάροι, είχαν τη δύναμη.
νοτάριοι, παπάδες, φύλακες, στρατιώτες.
ήξεραν ιταλικά, κρατούσαν τα χαρτιά, τις σφραγίδες.
οι άλλοι, οι πολλοί, υπέγραφαν με έναν σταυρό.
μιλούσαν λίγο και δούλευαν πολύ.
το χώμα ήταν η μοίρα τους.
στο πανηγύρι του σωτήρα, οι φτωχοί και οι κουμπάροι συναντιόνταν.
μπροστά κρασί και τραγούδι, πίσω πίκρα και σιωπή.
κι όμως, στις φωνές των γυναικών, στα μάτια των παιδιών,
υπήρχε πάντα κάτι που δεν λύγιζε.
μια περηφάνια ήσυχη, χωμένη βαθιά μέσα στη γη.
τα πανηγύρια ήταν η μόνη στιγμή ελευθερίας.
εκεί ακούγονταν τα τραγούδια για τη γη και τον ιδρώτα.
οι άντρες έστηναν χορό, οι γυναίκες τραγουδούσαν στίχους για τη βενετία,
για το δίκιο, για τη φτώχεια.
κάποιοι ψιθύριζαν: «αχ, κακούργα ενετία, πήρες τη γη μας και τον ύπνο μας».
οι πιο τολμηροί το έλεγαν δυνατά, μα πάντα με χαμόγελο.
ήταν το τραγούδι που δεν μπορούσαν να φορολογήσουν.
λίγο πιο πάνω από το περαχώρι, στα χαρτιά του γραμματικού,
γράφτηκε κι ένα σημείωμα που σώζεται ακόμα στα αρχεία:
“per volontà del senato, si conceda terreno in ithaca a coloro che vogliano coltivare e difendere l’isola per la serenissima. vengano liberi da decime per dieci anni.”
(με βούληση της γερουσίας, να δοθεί γη στην ιθάκη σε όσους θελήσουν να την καλλιεργήσουν και να την υπερασπιστούν για τη σερενίσιμα. να είναι ελεύθεροι από φόρους για δέκα χρόνια.)
δυο γραμμές μονάχα, κι όμως χωρούν ολόκληρη τη μοίρα του νησιού.
γη με αντάλλαγμα πίστη.
ιδρώτας με αντάλλαγμα σιωπή.
η ιθάκη του 16ου αιώνα δεν ήταν μόνο νησί.
ήταν δοκιμασία, χώμα και ιδρώτας,
ένας τόπος μικρός που άντεχε,
ανάμεσα στους ανέμους και στους κουμπάρους.
Γεια σου χαρά σου Βενετιά
Πήρα τους δρόμους του νοτιά
Κι απ’ το κατάρτι το ψηλό
Τον άνεμο παρακαλώ
Φύσα αεράκι, φύσα με
Μη χαμηλώνεις ίσαμε
Να δω γαλάζια εκκλησιά
Τσιρίγο και Μονεμβασιά
Φύσα αεράκι, φύσα με
Μη χαμηλώνεις ίσαμε
Να δω γαλάζια εκκλησιά
Τσιρίγο και Μονεμβασιά
Γεια σου χαρά σου Βενετιά
Βγήκα σε θάλασσα πλατιά
Και τραγουδώ στην κουπαστή
Σ’ όλο τον κόσμο ν’ ακουστεί
Φύσα αεράκι, φύσα με
Μη χαμηλώνεις ίσαμε
Να δω στην Κρήτη μια κορφή
Που ‘χω μανούλα κι αδερφή
Φύσα αεράκι, φύσα με
Μη χαμηλώνεις ίσαμε
Να δω στην Κρήτη μια κορφή
Που ‘χω μανούλα κι αδερφή