
iloveithaki.gr, 26/10/2025
γράφει ο νιόνιος ο μανιάς του μήδη
τότε και τώρα
θυμάμαι.
καθόμασταν ώρες στο καφενείο στο μουσείο.
δεκαετία του εξήντα.
παιδιά στα είκοσι πέντε, τριάντα το πολύ.
κανείς δεν είχε προλάβει να γεράσει ακόμα.
εγώ δεν γράφτηκα ποτέ στην κνε.
κατευθείαν στο κκε.
ήταν άλλος ο ρυθμός τότε, άλλες οι φωτιές.
μιλούσαμε με φίλους του ρήγα,
με αναρχικούς, με όλους.
όλοι νέοι, όλοι φοιτητές,
με τρία κοινά:
την αγάπη για δικαιοσύνη,
το πάθος για αγώνα,
την ψυχική δύναμη.
λίγοι οι ξενέρωτοι.
διαφωνούσαμε.
ο καθένας πίστευε πως έχει το δίκιο μαζί του.
αλλά οι κουβέντες είχαν ουσία,
είχαν καρδιά.
τότε οι λέξεις δεν ήταν ακόμα φθαρμένες.
τώρα, λίγοι ζούμε.
οι πιο πολλοί έφυγαν.
τους θυμάμαι όλους,
ένα ένα τα πρόσωπα, τα γέλια,
τις φωνές στα τραπέζια των εξαρχείων.
πολλοί πήγαν μετά στο πασοκ του αντρέα,
άλλοι στο κκε εσωτερικού,
μετά συριζα.
εγώ έφυγα από το κκε,
όχι γιατί το μίσησα,
αλλά γιατί δεν χωρούσα πια εκεί μέσα.
δεν πήγα πουθενά αλλού.
δυο φορές λευκό, ή αποχή.
έπειτα ήρθε ο τσίπρας,
πίστεψα για λίγο ξανά.
γράφτηκα στο συριζα το 2011,
και το 2024 διαγράφηκα.
ίσως ήρθε η ώρα να μείνω απ’ έξω.
πάντα όμως μέσα μου έμεινε το κκε.
όχι οι γραμμές και τα στελέχη,
αλλά οι άνθρωποι,
οι θυσίες,
το αίμα για δικαιοσύνη και ισότητα.
χιλιάδες τίμιοι αγωνιστές.
γι’ αυτούς δεν μπορώ να πω τίποτα κακό.
ποτέ δεν ζήτησα προνόμια,
ποτέ δεν τα ήθελα.
πίστευα στο μυαλό μου,
στα χέρια μου.
ό,τι μπορούσα, το έδινα.
ανιδιοτελώς.
χωρίς αντάλλαγμα.
όταν γράφτηκα στο συριζα ήμουν πια μεγάλος.
η δύναμη δεν ήταν ίδια,
αλλά η πρόθεση ήταν καθαρή.
τίμια.
δεν κατάφερα πολλά,
αλλά στάθηκα όπως ήξερα —
ευθύς.
και τώρα, να, γράφω.
όχι για να πείσω κανέναν,
ούτε για να μετρήσω λάθη.
μόνο για να θυμάμαι.
κι ίσως λίγο
για να πω
πως ό,τι κι αν αλλάξει,
εκείνο το πάθος
εκείνη η πίστη,
εκείνη η φωτιά
δεν έσβησε ποτέ.
Φιγούρα ξωτική και ταξιδιάρικη
στο φως του φεγγαριού ανθίζει πάλι
γιατί όλη την ζωή του την εξόδεψε
παράφορα γυρεύοντας μιαν άλλη
Θυμάμαι σαν παιδί γελούσε και έλεγε
στην σέλα ακροβατώντας ποδηλάτου:
Τον κόσμο εμείς θα φέρουμε στα μέτρα μας
πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του
Μα ο κόσμος προχωρά χωρίς να μας ρωτά
κλεισμένοι δρόμοι, κλέφτες και αστυνόμοι
αγάπα το κελί σου, του παν, κι ύστερα
έξω πιο μόνος μα γελούσε ακόμη
Μια νύχτα μεθυσμένη παίρνει ανάποδες
ημερολόγια καίει και πτυχία
Το χάραμα μπαρκάρει σε πειρατικό
για της ζωής του την σκηνοθεσία
Αλγέρι, Αλεξάνδρεια, South Africa
στο Άμστερνταμ δυο τέρμινα και κάτι
γλιστρούσαν οι αγάπες μες στα μάτια του
σαν τον αφρό στα δάχτυλα του ναύτη
Στο Πόρτο Ρίκο χρόνια ασυλλόγιστα
και τις καρδιάς του σκόρπισε τα φύλλα
σε υπόγεια σκοτεινά και ύποπτα
λες και έψαχνε το φως μες στην ξεφτίλα
Κάποια ζεστή βραδιά σε ένα μπλουζάδικο
άκουσε να φαλτσάρει η μουσική του
τα αφεντικά στον δρόμο τον πετάξανε
τα στίγματα σαν είδαν στο κορμί του
Κι η Σύλβια που με πάθος τον αγάπησε
δεν έλειψε στιγμή απ’ το πλευρό του
ζητώντας με μανία στην αγκάλη του
την κόλαση και τον παράδεισό του
Σαλπάρισε μια νύχτα με πανσέληνο
και στο στερνό του γράμμα μου ‘χε γράψει:
Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο
και ας είναι η φωτιά του να σε κάψει
Τα χρόνια έχουν περάσει δε θυμάμαι πια
Ερνέστο τον ελέγανε η Νίκο;
Κι ακόμα συγχωρείστε με που ξέχασα
αν χάθηκε στο Μετς η στο Πόρτο Ρίκο
Όσο για μένα είμαι πάντα εδώ
με των ματιών σας τη φωτιά σημαία
είναι όμορφα απόψε που ανταμώσαμε
μ’ αρέσει να αρμενίζουμε παρέα
