
iloveithaki.gr, 29/10/2025
γράφει ο νιόνιος ο μανιάς του μήδη
η νύχτα ήρθε αγριεμένη
σαν να τσακωνόταν ο δίας με τον ποσειδώνα
η θάλασσα χτύπαγε τα βράχια
σαν να ζητούσε εκδίκηση για κάτι που της πήραν
ο αέρας ούρλιαζε,
τα πουρνάρια και οι μάζες λύγιζαν,
και η σπηλιά γινόταν η μόνη φωλιά που είχε ελπίδα
ο πλάμ έσφιγγε την προβιά γύρω από τους ώμους του
και κοιτούσε τη φωτιά που τρεμόπαιζε επικίνδυνα
σαν να ‘θελε κι αυτή να φύγει τρέχοντας
να σωθεί από τον αέρα
τα παιδιά μαζεύονταν στις αγκαλιές των γυναικών
όχι γιατί ήταν μικρά
αλλά γιατί ο φόβος
μικραίνει όλους τους ανθρώπους
οι άντρες έλεγαν λίγα λόγια
σαν και δεν ακούω τα σκυλιά είπε ο γκρου στον ντρου
κάθε τόσο κοιτούσαν έξω
μήπως τα σκυλιά είχαν χαθεί
μήπως η θάλασσα είχε σκεπάσει το μονοπάτι
κι εκεί
ανάμεσα σε βροντές και αστραπές
ο πλάμ αποκοιμήθηκε
σαν να τον πήρε η νύχτα απαλά από το χέρι
και τότε
το όνειρο γύρισε ξανά
με χρώματα παράξενα
και φωνές που δεν είχαν βραχνάδα από καπνό
είδε το νησί γεμάτο σπίτια
ψηλά
με παράθυρα που δεν τα φυσούσε ο αέρας
οπότε κανείς δεν ήξερε
τι καιρό κάνει
είδε τους ανθρώπους
να έχουν τα πάντα
και να μην τα χαίρονται
να τρέχουν χωρίς να κυνηγούν τίποτα
κι ένας άντρας με ζαβό χαμόγελο
καθόταν ψηλά
και μιλούσε συνέχεια για λογαριασμούς
και για φόρους
και για το πώς πρέπει να μοιράζονται τα καβούρια
αλλά μόνο αυτός τα μάζευε
ο πλάμ προσπαθούσε να καταλάβει
γιατί τον έλεγαν όλοι πρωθυπουργό
αφού κανένας δεν φαινόταν χαρούμενος
εκτός από την παρέα του
κι όλοι κοιτούσαν τα νερά
που τους έφευγαν μέσα από τα πόδια
σαν άμμος
«μα γιατί δεν πάτε στη θάλασσα;»
ρώτησε ο πλάμ
«γιατί δεν πιάνετε λαγούς;»
κι ένας γέρος του είπε ψιθυριστά:
«γιατί αν πάμε στη θάλασσα
θα μας πούνε ότι χρωστάμε φόρο στη θάλασσα»
κι ο πλάμ απόρησε
μα στο όνειρο
κανείς δεν εξηγεί τίποτα
η φωνή του ζαβού στην καρέκλα
ακουγόταν δυνατά:
«ό,τι τρώτε είναι δικό μου»
«ό,τι πιάνετε, μου το δίνετε»
«εγώ κ η οικογένεια μου αποφασίζουμε για όλους»
ο πλάμ σκέφτηκε
πως στο θιάκι, 10.000 χρόνια πριν
η ζωή μπορεί να ήταν κρύα
μα ήταν ζεστή στο μέσα μέρος
γιατί ό,τι έπιαναν το έτρωγαν
ό,τι είχαν το μοιράζονταν
κι οι άνθρωποι λογοδοτούσαν μόνο στη θάλασσα
και στον αέρα
η βροντή τον ξύπνησε
η φωτιά κρατούσε ακόμα
οι άνθρωποι δίπλα του
ανάσα ζεστή
καρδιές κοντά
ο πλάμ αναστέναξε με ανακούφιση
έξω ακόμα φώναζε η καταιγίδα
μα μέσα στη σπηλιά
όλα ήταν στη θέση τους
σκέφτηκε
πως ο κόσμος των ονείρων
έχει πολλά όμορφα
μα και πολλά που δεν θα ήθελε να γίνουν αληθινά
κι έτσι
αγκαλιάστηκε με τη γη του
και ψιθύρισε
σαν προσευχή
σαν υπόσχεση:
«μην αφήσουμε ποτέ
κανέναν
να μας πάρει
τα καβούρια»
Ύμνος της ζωής: ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Ζωή! Δεν είναι τίποτε γλυκύτερο στον κόσμο
απ’ την πεντάμορφη ζωή την ηλιοφωτισμένη!
Ζωή, κι αν έρχεσαι γοργά κι από χαρές γεμάτη
κι αν έρχεσαι με βάσανα και μ’ έγνοιες και μ’ αρρώστιες,
ζωή του γέρου και του νιού, της φτώχειας και του πλούτου,
με της δουλειάς τον ιδρώτα, με της αργίας τη γλύκα,
με την ειρήνην ήμερη, με τους αγρίους πολέμους
και μ’ όλες τις καλοκαιριές και μ’ όλους τους χειμώνες,
Ζωή, κι όπως κι αν δείχνεσαι, Ζωή ό, τι κι αν είσαι,
αν είσαι πράγμα ή όνειρο, καλή κακή κι αν είσαι,
χαρά σ’ εσέ, δόξα σ’ εσέ κι αγάπες και τραγούδια!
Άλλα θέλω κι άλλα κάνω
πώς να σου το πω
έλεγα περνούν τα χρόνια
θα συμμορφωθώ.
Μα είναι δώρο άδωρο
ν’ αλλάξεις χαρακτήρα
τζάμπα κρατάς λογαριασμό
τζάμπα σωστός με το στανιό.
Έξω φυσάει αέρας
κι όμως μέσα μου
μέσα σ’ αυτό το σπίτι
πριγκιπέσα μου,
το φως σου και το φως
χορεύουν γύρω μας
απίστευτος ο κόσμος
κι ο χαρακτήρας μας.
Άλλα θέλω κι άλλα κάνω
κι έφτασα ως εδώ
λάθη στραβά και πάθη
μ’ έβγαλαν σωστό.
Ξημερώματα στο δρόμο
ρίχνω πετονιά
πιάνω τον εαυτό μου
και χάνω το μυαλό μου.
