
iloveithaki.gr, 7/11/2025
μυθοπλαστική αυτοβιογραφία του θιακιού,
γραμμένη απ’ τον νιονιό τον μανιά του μήδη
πατριωτάκια,
είτε σας αρέσει είτε όχι,
η ρίζα μας δεν είναι απλή.
είναι αρμύρα, πέτρα, ιστορία,
και μια μανία να γυρίζουμε πάντα σπίτι.
αν το σκεφτείς καλά,
οι σημερινοί θιακοί είμαστε ένα μείγμα
από αρχαίους που δεν είδαμε,
νεολιθικούς αγρότες που έσπειραν πρώτοι τη γη,
λίγη ιταλική πινελιά από τότε που οι ενετοί
κάναν πέρα-δώθε
και μας άφησαν χειρονομίες, φράσεις και μυστικές συνήθειες.
πέρασαν κι απ’ την ήπειρο
κι απ’ την αλβανία
και απ’ την πελοπόννησο
μικρά μονοπάτια αίματος.
τίποτα μεγάλο – αλλά υπαρκτό.
και να μην ξεχνάμε την κεφαλονιά.
την αδερφή, τη γειτόνισσα,
την “πάντα κάτι μας δίνει, πάντα κάτι παίρνει”.
κι έτσι όπως μπλέχτηκαν όλα αυτά,
φτιάχτηκε ο σημερινός θιακός:
ξεροκέφαλος με αγάπη,
ήρεμος μέχρι να μην είναι,
ψύχραιμος στη θάλασσα,
ανήσυχος στη στεριά,
με το βλέμμα του ανθρώπου που έχει δει πολλά
χωρίς να θυμάται πότε.
και κάπου εδώ,
ας το παραδεχτούμε:
έχουμε μέσα μας
και λίγο αίμα πειρατή.
ο οδυσσέας, όσο κι αν τον έχουμε κάνει εικόνισμα,
δεν ήταν άγιος.
ήταν μαστόρης στο κόλπο,
πανέξυπνος, πανούργος,
άνθρωπος που έπαιρνε ό,τι χρειαζόταν
για να επιβιώσει.
και πιο πίσω απ’ αυτόν,
ο αυτόλυκος, συγγενής του,
ο πατέρας της κλεψιάς,
να μας κοιτάει από τις σελίδες της μυθολογίας
σαν παλιός γνωστός.
κι ύστερα, οι πραγματικοί πειρατές.
αυτοί που επί ενετοκρατίας
αλώνιζαν το πέλαγος,
κατεβαίνανε στην ιθάκη,
άλλοτε για λεία,
άλλοτε για να κρυφτούν.
άφησαν σημάδια.
μικρά.
αλλά φαίνονται στο βλέμμα.
στο πείσμα.
στη λαχτάρα να “φύγουμε λίγο ακόμα”.
γιατί οι θιακοί έχουμε μέσα μας κάτι περίεργο:
ένα déjà vu πιο δυνατό απ’ των άλλων ανθρώπων.
σαν να γυρίσαμε από ταξίδι που δεν θυμόμαστε.
σαν να περπατάμε σε δρόμους που ξέρουμε
χωρίς να ξέρουμε γιατί.
σαν να λέει το αίμα:
“εδώ ήσουν. εδώ γύρισες.”
και μέσα σ’ αυτή την ιστορία,
γεννήθηκε κάποτε ένας μικρός στο βαθύ.
όταν πρωτοέκλαψε,
ο γιατρός είπε:
“αυτό το παιδί… κάτι μου θυμίζει”.
μεγάλωσε.
ήξερε να δένει κόμπους πριν μάθει να γράφει.
ανέβαινε στα βράχια σαν παλιός γνώριμος.
κι όταν τον ρωτούσαν τι θέλει να γίνει,
έλεγε μόνο:
“ταξιδευτής”.
μια νύχτα κάθισε στο λιμάνι
κι ένιωσε εκείνο το δυνατό déjà vu
που δεν πιάνει κανέναν άλλον παρά τους θιακούς.
σαν να τα ’χε ζήσει όλα ξανά.
σαν να είχε γυρίσει από μακριά,
από χρόνια,
από ζωές που δεν πρόλαβε να θυμηθεί.
και οι παλιοί του τόπου,
με εκείνο το μισό χαμόγελο,
είπαν μεταξύ τους:
“άσ’ τον…
από τους ταξιδευτές της μοίρας είναι αυτός.
λίγο οδυσσέας,
λίγο αυτόλυκος,
λίγο πειρατής,
λίγο θιακός από τα παλιά.”
κι έτσι η ιστορία ξαναέδεσε τον κόμπο της μόνη της.
όπως κάνει πάντα το νησί.
όπως κάνει πάντα το αίμα.
όπως κάνουμε πάντα κι εμείς:
φεύγουμε για να γυρίζουμε.
και γυρίζουμε για να θυμόμαστε
ότι τίποτα δεν τελειώνει εδώ –
απλώς συνεχίζεται.
Όχι θέλημα ρηγάδων,
όχι σκλάβου υποταγή
με τ’ ανεμοπόδαρο άτι
σέρνει τον, ταξιδευτή.
Μέσα του μια μοίρα κάπου,
αιστάνεται, τον οδηγεί
προς απάντεχο ένα τέλος,
προς μιαν άγνωρη πηγή.
Κάτι μέσα, όχι προστάζει,
τον τινάζει και τραβά
για σε ανέβασμα σα θάμα,
για σε ολόβαθα γκρεμά.
Κάμπους διάβηκε, φαράγγια,
και ποτάμια και δρυμούς,
και προσπέρασ’ από τόπους
άγγιχτα κι από λαούς,
κι ήτανε το πέρασμά του
σαν το πέρασμα του νου
που σε τίποτε δε στέκει
και περνάει από παντού,
μόλις ψάχνει κάθε εικόνα,
κάθε ιδέα αλαφρά αλαφρά,
κι όλα ευτύς τα παρατάει,
και γλιστράνε, περιττά.
Μόλις ψάχνει κάθε εικόνα,
κάθε ιδέα, τα παρατά
γιατί πάει όπου μιαν έγνοια
ωκεάνια τον τραβά
να βυθίσει μια για πάντα
τ’ αβυσσόθρεφτα φτερά.
