
iloveithaki.gr, 14/11/2025
άρθρο γνώμης του νιόνιου μανιά του μήδη
έχουνε φάει τα λυσσακά τους.
το βλέπεις. το νιώθεις.
είναι αποφασισμένοι οι άνθρωποι. ποιος ξέρει τι τους έχουν τάξει.
με αυτά τα λεφτά που τους δίνουν, αν ο τσίπρας περάσει το 20%, τρέμουν.
λες και τους κυνηγάνε.
λες και τους στέλνουν εξορία, αγία ειρήνη, νότιος ατλαντικός.
κι από πάνω, ο «αρχηγός της καμπάνιας», οι ομάδες αλήθειας, οι τηλεοράσεις, οι δημοσιογράφοι, όλο το πακέτο.
τι ψυχές έχουνε, που λέει κι ο λαζόπουλος.
μα δεν ντρέπονται;
και σήμερα ο άλλος βουλευτής της νδ, χωρίς ίχνος ντροπής, λέει ότι δεν του φτάνουν τα 5.000 το μήνα.
και τον ακούει ένας λαός που ζει με 800.
με νοίκι 400.
με σπίτια χαμένα.
κι αυτοί;
κάθε μέρα πρέπει να λερώνουν τον τσίπρα.
κάθε μέρα.
μέχρι και τον μπαξεβάνο βάλανε μπροστά.
κι εγώ;
αναγκάστηκα να βγάλω το ντοκουμέντο και το κουτί της πανδώρας από τη λίστα μου.
όχι γιατί θέλω να κάνω κακό σε κανέναν.
αλλά δεν αντέχω να διαβάζω ανθρώπους που χτυπάνε τον μόνο άνθρωπο στον οποίο έχουμε μείνει να ελπίζουμε.
κάθε μέρα πληρώνουν δημοσκοπήσεις.
και γελοιοποιούνται.
φοβούνται πολύ. πάρα πολύ.
γυρίζουν όλη την ελλάδα με δέκα αυτοκίνητα, πόρσε, πέντε συνεργεία, σεκιουριτάδες, σκηνοθέτες, στυλίστες.
τι είναι αυτό ρε παιδιά;
κι από παντού τους διώχνουν.
αυτό δεν είναι καμπάνια.
είναι ζωντανό θρίλερ.
κι ακόμα δεν χειμώνιασε.
δεν έσφιξαν τα κρύα.
δεν άδειασε το στομάχι.
ποιος προϋπολογισμός;
ούτε τα πετρέλαια της λιβύης δεν τον σώζουν αυτόν.
κι ακόμα δεν ξέρουμε πότε πάμε για εκλογές.
μα πλησιάζει.
και το ξέρουν.
έχουνε φάει τα λυσσακά τους.
το βλέπεις. το νιώθεις.
είναι αποφασισμένοι οι άνθρωποι. ποιος ξέρει τι τους έχουν τάξει.
με αυτά τα λεφτά που τους δίνουν, αν ο τσίπρας περάσει το 20%, τρέμουν.
λες και τους κυνηγάνε.
λες και τους στέλνουν εξορία, αγία ειρήνη, νότιος ατλαντικός.
κι από πάνω, ο «αρχηγός της καμπάνιας», οι ομάδες αλήθειας, οι τηλεοράσεις, οι δημοσιογράφοι, όλο το πακέτο.
τι ψυχές έχουνε, που λέει κι ο λαζόπουλος.
μα δεν ντρέπονται;
και σήμερα ο άλλος βουλευτής της νδ, χωρίς ίχνος ντροπής, λέει ότι δεν του φτάνουν τα 5.000 το μήνα.
και τον ακούει ένας λαός που ζει με 800.
με νοίκι 400.
με σπίτια χαμένα.
κι αυτοί;
κάθε μέρα πρέπει να λερώνουν τον τσίπρα.
κάθε μέρα.
μέχρι και τον μπαξεβάνο βάλανε μπροστά.
κι εγώ;
αναγκάστηκα να βγάλω το ντοκουμέντο και το κουτί της πανδώρας από τη λίστα μου.
όχι γιατί θέλω να κάνω κακό σε κανέναν.
αλλά δεν αντέχω να διαβάζω ανθρώπους που χτυπάνε τον μόνο άνθρωπο στον οποίο έχουμε μείνει να ελπίζουμε.
κάθε μέρα πληρώνουν δημοσκοπήσεις.
και γελοιοποιούνται.
φοβούνται πολύ. πάρα πολύ.
γυρίζουν όλη την ελλάδα με δέκα αυτοκίνητα, πόρσε, πέντε συνεργεία, σεκιουριτάδες, σκηνοθέτες, στυλίστες.
τι είναι αυτό ρε παιδιά;
κι από παντού τους διώχνουν.
αυτό δεν είναι καμπάνια.
είναι ζωντανό θρίλερ.
κι ακόμα δεν χειμώνιασε.
δεν έσφιξαν τα κρύα.
δεν άδειασε το στομάχι.
ποιος προϋπολογισμός;
ούτε τα πετρέλαια της λιβύης δεν τον σώζουν αυτόν.
κι ακόμα δεν ξέρουμε πότε πάμε για εκλογές.
μα πλησιάζει.
και το ξέρουν.
Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο κτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης·
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης
και με το καριοφίλι μου και με τ’ απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, ποταμοί και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να ρθή. Γκρεμίζω την ασκήμια.
Είμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο το ‘χει
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει
Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ’ ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,
και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω,
και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε
γρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!
Κωστής Παλαμάς, Ο Γκρεμιστής (Δειλοί και κρυφοί στίχοι, 1928)
Ο Γκρεμιστής είναι ένα ποίημα φλογερό, γενναίο και τολμηρό. Ένας ύμνος στην κάθαρση, μια ωδή στην αναγέννηση. Ο ποιητής πιθανώς ξαφνιάζει με την ίσως γεμάτη πάθος προσταγή: «Γκρεμίστε!» αλλά αυτή η προσταγή δεν είναι παρά η ανάγκη του ποιητή για δημιουργία.
