13.01.2019, 11:30 | εφσυν
Το μέλλον έχει ένα κακό συνήθειο: έρχεται. Το παρελθόν έχει επίσης ένα κακό συνήθειο: επανέρχεται.
Οσο για μας, καθώς βρισκόμαστε κάπου στη μέση, νομίζουμε πως πηγαίνουμε, ενώ απλά ερχόμαστε. Δεν επιστρέφουμε (τουλάχιστον, και ευτυχώς, όχι πάντα). Ερχόμαστε. Τώρα, κοντά σε τι, πλησίον ποιου, αυτό εναπόκειται στον πατριωτισμό μας. Στις συνήθειες, την πίστη, την παιδεία μας, τις μύχιες σκέψεις μας, τις βαθιές μας επιθυμίες.
Δύσκολο πολύ ν’ αλλάξουν οι πρώτες. Εύκολο πολύ να γιγαντωθεί η δεύτερη. Κάπου ανάμεσα (σε βαθμό δυσκολίας) βρίσκεται η τρίτη. Σχεδόν εξωφρενικά δύσκολο, ενίοτε στα όρια του ακατόρθωτου, το να συνταιριάξουμε τις δύο τελευταίες: Σκέψεις και επιθυμίες, μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε. Μέχρι να ξεκαθαρίσεις τις μεν, έχουν βγει σεργιάνι οι δε, μπερδεύονται στα πόδια σου και άντε να ισορροπήσεις. Μέχρι δε ν’ αναγνωρίσεις τις δε, έχουν πολλαπλασιαστεί οι μεν και νιώθεις σαν κάτι κοτόπουλα φρεσκογεννημένα που όποιον βλέπουν, τον παίρνουν στο κατόπι. Τουτέστιν, δεν ξέρεις τι σου γίνεται, αλλού πατάς και αλλού θέλεις να βρίσκεσαι.
Φυσικά και δεν ισχύουν αυτά για όλους. Εννοείται! Λένε πως η κατάθλιψη που προκαλείται μέσω της άνωθι περιγραφομένης καταστάσεως συνιστά πολυτέλεια της αστικής τάξης. Μπούρδες. Δε λέω, ίσως κάποτε, οι ανά τον κόσμο θηλυκές και αρσενικές Σουσούδες να ρέμβαζαν στωικά καταθλιβόμενες, κάτι πληκτικά απογεύματα, πίνοντας το τσάι τους, ενώ τριγύρω μαίνονταν επαναστάσεις, εξεγέρσεις και ο λαός πεινούσε και στέναζε. Κάποτε ίσως. Οχι πια.
Οχι γιατί ο λαός δεν πεινά και δεν στενάζει. Ούτε γιατί μας τελείωσαν τα πληκτικά απογεύματα ή οι ανά τον κόσμο θηλυκές και αρσενικές Σουσούδες. Αλλά γιατί ο πρώτος δεν ακούγεται και οι δεύτερες δεν (τον) ακούνε.
Είναι ένα θέμα αυτό του «κοινωνικού ήχου». Οσο το οικονομικοκοινωνικό χάσμα αυξάνεται, τόσο η ακοή γίνεται υπακοή.
Λες και έχει μπει μια ηχομονωτική εγκατάσταση τελευταίας τεχνολογίας, τύπου οι Μετάλικα να χτυπιούνται στο διπλανό διαμέρισμα κι εσύ ν’ απολαμβάνεις μόνο τον ήχο της βροχής, και δεν ακούγεται το παραμικρό. Τι παιδιά χαροπαλεύουν από ασιτία, τι πάγοι λιώνουν, τι πετρελαιοκηλίδες μάς απο-οξυγονώνουν, τι δάση αποψιλώνονται, τι θάλασσες πλαστικοποιούνται, τι σκάνδαλα ευδοκιμούν, τι χρήμα ξεπλένεται, τι φασισταριά πολιτικοποιούνται… κι εμείς εκεί. Ηχομονωμένοι και δυστυχείς, είτε αναλωνόμαστε σε άρθρα και συζητήσεις για το ποιος είναι πιο αριστερός από την πάρτη μας (κανείς!) είτε καταθλιβόμαστε γιατί «κρίμα το παιδάκι, το δεντράκι, το ζωάκι…».
Μπούρδες! Οι μπούρδες, των μπούρδων, τις μπούρδες, ω ακατάσχετης μπουρδολογίας το ανάγνωσμα πρόσχωμεν! Πρόσχωμεν και καταπίνωμεν. Και μάλιστα αμάσητα όσα και δεν προσέχουμε και δεν γνωρίζουμε και δεν παράγουμε. Απλά καταναλώνουμε ακόρεστα και μετά κλαιγόμαστε πως πονάει το στομάχι μας από «το άγχος της σκληρής καθημερινότητας».
Μωρέ τι μας λες! Ποιο άγχος ποιας σκληρής καθημερινότητας σε κατέβαλε, μαραγκιασμένε, που το παιδί σου αλλάζει τρεις φορές κινητό τον χρόνο, που μου κυκλοφορείς όλες τις Κυριακές με πέντε τσάντες στο κάθε χέρι, λες κι άλλη μέρα δεν υπάρχει να βγεις να καταναλωθείς, που το χέρι σου έχει να πιάσει βιβλίο (πόσο μάλλον εφημερίδα) απ’ τον καιρό του Νώε.
Είμαι σκληρή; Ασ’ τα να πάνε. Υπερβολική; Καλά κάνω. Μπαΐλντισα να μου και να μας δίνω άλλες δικαιολογίες. Και όλα αυτά, εξαιτίας της!
«Πιστεύω ότι το μαγικό μυστικό είναι απλώς η ίδια η ζωή. Αυτό το βαθύ σκοτάδι της νύχτας είναι απαλό και υπέροχο σαν βελούδο –αρκεί να το δει κανείς με τον σωστό τρόπο. Το τρίξιμο του βρεγμένου χαλικιού κάτω από το αργό και βαρύ πάτημα του δεσμοφύλακα είναι κι αυτό ένα υπέροχο μικρό τραγούδι της ζωής – για κάποιον που έχει αυτιά να ακούσει».
Αυτά έγραφε η Ρόζα Λούξεμπουργκ από τη φυλακή, λίγο πριν από τη δολοφονία της. Ακριβώς 100 χρόνια πριν.
Αυτά διάβασα και ντράπηκα. Εγώ εκείνη. Για μας και για μένα. Για τις μυριάδες δικαιολογίες μου. Για την κοινωνική μας ηχομόνωση. Που ακόμα αντέχουμε. Που ακόμα τις ψάχνω.
Ντράπηκα και για την ντροπή μου, που όμως πια δεν μου αρκεί