
iloveithaki.gr, 14/10/2025
ήταν στα χρόνια των ενετών.
το νησί είχε τους δικούς του αφέντες.
όχι πολλούς, πέντε έξι οικογένειες.
τα ονόματά τους γραμμένα στο λίμπρο ντ’ όρο.
το χρυσό βιβλίο. εκεί που μπαίναν μόνο οι φίλοι των ενετών.
οι γεωκτήμονες, οι έμποροι, αυτοί που είχαν γη και λόγο.
η χήρα μάννα δεν ήταν απ’ αυτούς.
είχε μόνο τρία χωράφια με ελιές, κι ένα μαντρί.
έφτιαχνε σαπούνι, ύφαινε πανιά, μεγάλωνε τον γιάννη.
ο άντρας της είχε χαθεί στα μπάρκα, κανείς δεν τον ξανάδε.
έτσι έμαθε να τα κάνει όλα μόνη.
όταν οι πειρατές του μπαρμπαρόσα ήρθαν, οι γραμμένοι στο λίμπρο ντ’ όρο
ανέβηκαν ψηλά, στο αρχοντόσπιτο με τους αρβανίτες φύλακες.
οι φτωχοί κρύφτηκαν στα ρέματα.
οι ενετοί δεν ήρθαν, μονάχα στείλαν μήνυμα αργότερα — πως «θα επιληφθούν».
η μάννα δεν περίμενε κανέναν.
μάζεψε τα ζώα, πήρε το παιδί, έφυγε για το βουνό.
ο γιάννης κουβαλούσε μια στάμνα νερό και μια κουβέρτα.
κρύφτηκαν στη σπηλιά πάνω απ’ το δάσος.
άκουγαν τη θάλασσα να φλέγεται.
όταν όλα τελείωσαν, γύρισαν πίσω.
η μάννα είπε «δεν είμαστε για χρυσά βιβλία, είμαστε για πέτρες».
κι άρχισε πάλι να σκάβει, να φυτεύει, να ζυμώνει.
ο γιάννης μεγάλωσε, πήγε στα καράβια, μα γύρισε πάλι.
είπε πως το νησί είναι φτωχό, μα το αγαπούσε έτσι όπως ήταν.
κι έτσι έμεινε.
να φτιάχνει ψωμί με το ίδιο αλεύρι,
να κοιτά τη θάλασσα και να θυμάται τη μάνα του.
το λίμπρο ντ’ όρο ξεθώριασε στα χαρτιά των ενετών.
μα το όνομα της χήρας μάννας έμεινε στο στόμα των ανθρώπων.
όχι γραμμένο, μα ειπωμένο.
επίλογος
έφυγε ο μπαρμπαρόσα.
έφυγαν κι οι ενετοί.
ήρθαν οι εγγλέζοι, μετά οι έλληνες.
οι ίδιοι δρόμοι, άλλες σημαίες.
οι φτωχοί έμειναν φτωχοί.
οι πλούσιοι άλλαξαν όνομα.
η εκμετάλλευση ίδια, μόνο τα λόγια άλλαξαν.
«τώρα δεν σου παίρνουν το λάδι οι ενετοί, οι πειρατές.
μα σου τα παίρνει ούλα η τράπεζα.»
κι εγώ δεν μπορώ να καταλάβω —
γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν
αν δεν εκμεταλλεύεται ο ένας τον άλλον.
λες και χωρίς αδικία δε βρίσκουν λόγο να υπάρχουν.
και το θιάκι, μικρό και φτωχό,
μένει ακόμα όρθιο,
όπως τότε η χήρα μάννα.
χωρίς λίμπρο ντ’ όρο, χωρίς προστασία.
μόνο με τη γη, τη θάλασσα,
και μια ψυχή που δε σβήνει.