29.09.2018, 18:06 | εφσυν
Είχε ταλαιπωρηθεί λίγο στη διαδρομή από τον επαρχιακό δρόμο για να φτάσει στην παραλία. Ούτε μισή ώρα από το σπίτι της η απόσταση, αλλά είχε πέσει σε φορτηγό που πήγαινε πολύ αργά, πολύ δεξιά, σύρριζα στη διαγράμμιση.
Είχε δημιουργήσει ένα κομβόι οκτώ οχημάτων. Οταν σταμάτησαν σε διασταύρωση με φανάρι, από τους πλάγιους καθρέφτες του φορτηγού είδε ότι ο οδηγός μιλούσε και στο τηλέφωνο.
Δεν ήθελε να εκνευριστεί. Κοίταξε το ρολόι: δέκα και μισή. Κοίταξε και το θερμόμετρο: είκοσι εννέα βαθμοί. Οι μετεωρολόγοι είχαν προειδοποιήσει: ήταν η τελευταία καλοκαιρινή μέρα της χρονιάς. Την επομένη θα έπιαναν αέρηδες και τη μεθεπομένη η θερμοκρασία θα έπεφτε έως και δέκα βαθμούς.
Αλλά ήταν και η πρώτη μέρα μίας εβδομάδας άδειας. Και δεν θα την άφηνε ανεκμετάλλευτη. Ανέβαλε ό,τι δουλειές είχε για τις επόμενες ημέρες.
Από τα μέσα Αυγούστου, όταν πήγε τελευταία φορά για μπάνιο, είχε ετοιμάσει την τσάντα της παραλίας -όλα μέσα: μαγιό, πετσέτα, αντηλιακό, σαγιονάρες, καπέλο και ψάθα- και την είχε τοποθετήσει σε εμφανές σημείο στην ντουλάπα. Ηθελε να είναι έτοιμη για την πρώτη ευκαιρία. Ηλπιζε ότι φέτος θα τα κατάφερνε και θα πήγαινε περισσότερο για μπάνιο. Αλλά…
Δεν θυμόταν να έχει δει την παραλία τόσο άδεια ποτέ. Στα δύο ή τρία χιλιόμετρα μήκους της ήταν διασκορπισμένα μερικά ζευγάρια -μάλλον συνταξιούχοι-, δύο γιαγιάδες με τα εγγονάκια τους, παιδάκια που δεν πήγαιναν σχολείο, μια παρέα που μιλούσε γερμανικά και είχε πιάσει κάτι αρμυρίκια, πιθανότατα τουρίστες.
Της άρεσε αυτή η ησυχία. Ο ήλιος ήταν γλυκός και η θάλασσα τόσο ήρεμη και καθαρή.
Περίμενε λίγο πριν βουτήξει. Από φόβο μήπως κρυώνει, κάθισε λίγο στον ήλιο. Αλλά δεν χρειαζόταν. Το νερό ήταν υπέροχο, τόσο ωραίο όσο μόνο τον Σεπτέμβριο μπορεί να είναι. Λες και μαζεύει όλο το καλοκαίρι τη σωστή ποσότητα ήλιου, τη σωστή ποσότητα δροσιάς από τις νύχτες και τότε είναι έτοιμο να προσφέρει στους λίγους τυχερούς -ή και γνώστες- ό,τι καλύτερο.
Δεν ήθελε να βγει. Κολύμπησε αρκετά, αλλά περισσότερο αφέθηκε. Ξάπλωσε στο νερό και επέπλεε ώρα πολλή. Ενιωθε ασφάλεια, ηρεμία, μια ανανεωτική δύναμη που τη διαπέρασε ολόκληρη.
Οταν βγήκε δεν σκουπίστηκε, άφησε τη θάλασσα πάνω της έως ότου στέγνωσε. Δεν κρύωνε, ούτε ζεσταινόταν.
Αναρωτιόταν αν αυτό θα ήταν το τελευταίο μπάνιο της χρονιάς. Μάλλον θα ήταν.
Ενιωσε μια μικρή απογοήτευση την ώρα που έφευγε, αλλά έτσι ήταν από μικρή, ποτέ δεν της έφτανε η θάλασσα, ποτέ δεν της αρκούσε, ήταν ο μόνος γνήσιος λόγος για να αγαπάει τα καλοκαίρια. Αλλιώς προτιμούσε τα ήπια φθινόπωρα και τις βραδινές βόλτες με ξαστεριά, τους χειμώνες που μύριζαν βοριά και κρύο, την άνοιξη που μαζί με τους χυμούς των φυτών και των δέντρων, έβραζαν και οι χυμοί των ανθρώπων, όποιας ηλικίας.
Στο σπίτι έφτασε με την αναζωογονητική κούραση που αφήνει στο σώμα η θάλασσα. Νύσταζε και κοιμήθηκε για μία ώρα το μεσημέρι –πολύ της άρεσε αυτή η πολυτέλεια τις πολύ σπάνιες φορές που την είχε.
Το απόγευμα, αφού έπλυνε το μαγιό και την πετσέτα, τακτοποίησε την τσάντα και έκρυψε το καπέλο στην ντουλάπα, κάθισε στο γραφείο και πήρε ένα μπλοκ ακουαρέλας που είχε να ανοίξει καιρό. Σκιτσάρισε μια παραλία, μια οποιαδήποτε παραλία, ένα δέντρο, μια θάλασσα, τον ουρανό. Ορισμένες οριζόντιες, κάθετες και καμπύλες γραμμές. Αλλά κάτι της έλειπε.
Μα φυσικά, μια ολόγιομη σελήνη.
Ζωγράφιζε ασταμάτητα, για δύο ή τρεις ώρες. Για χρώματα χρησιμοποίησε ένα κουτί σχολικές νερομπογιές. Τη δυσκόλευαν αρκετά, είχε μάθει άλλα υλικά, πιο εύπλαστα, με περισσότερες δυνατότητες, αλλά επέμενε.
Οταν σταμάτησε είχε νυχτώσει. Αλλά ήταν ικανοποιημένη. Εκείνη την ημέρα μπορεί να είχε κάνει το τελευταίο μπάνιο της χρονιάς, αλλά είχε φτιάξει την πρώτη δική της πανσέληνο –κάτι που δεν είχε τολμήσει ποτέ πριν. Και παρά τα δύσκολα υλικά τα είχε καταφέρει.