
iloveithaki.gr, 19/10/2025
γράφει ο νιόνιος ο μανιάς του μήδη, (μυθοπλασία)
περαχωριό, 1573.
ο νιόνιος σκάβει υδρομένος.
το σώμα του στάζει αλάτι και λάσπη.
η γη ανοίγει ρωγμές σαν πληγές.
στο παντελόνι του, δυο σκισίματα πίσω – τα σχιστοκόλικα.
έτσι τα ’κανε μόνος του, για να μη σταματάει τη δουλειά.
«η φτώχεια δεν περιμένει», λέει.
η γη δεν είναι δική του.
είναι του κουμπάρου, του κυρ ιωάννη.
φίλος των ενετών.
έχει χαρτιά, σφραγίδες, λόγια μεγάλα.
λένε πως χαμογελά στους φτωχούς, αλλά γράφει το όνομά τους στα κατάστιχα.
ο νιόνιος σωπαίνει.
το στόμα του είναι πιο ξερό απ’ το χώμα που σκάβει.
το βράδυ, η δέσπω του πλένει τα πόδια.
«θα ’ρθουν να μας πάρουν το χωράφι», του λέει.
κείνος πίνει μια γουλιά κρασί.
«να το πάρουν», λέει, «μα να ’ρθουν να το σκάψουν οι ίδιοι.»
κι έρχεται το πανηγύρι του ταξιάρχη στο βουνί.
όλο το περαχωριό φορά τα καλά του.
οι γυναίκες με τα φουστάνια ραμμένα απ’ παλιά σεντόνια,
οι άντρες με τα ίδια ρούχα της δουλειάς.
μόνο που σήμερα τα πλένουν, τα ράβουν λίγο στα γόνατα.
ο νιόνιος δεν αλλάζει τίποτα.
τα σχιστοκόλικα μένουν έτσι.
«να θυμούνται ποιος ιδρώνει γι’ αυτούς», λέει.
στην πλατεία ανάβουν τα καντήλια.
το βιολί σπάει τη σιωπή.
οι κουμπάροι μπροστά, γελούν, τσουγκρίζουν.
πίνουν το κρασί των φτωχών.
πίσω, ο νιόνιος και οι δικοί του.
χορεύουν λίγο, όχι για χαρά — για πείσμα.
ο ιδρώτας τους λάμπει σαν μέταλλο στη φωτιά.
η δέσπω τραγουδά σιγανά:
«όποιος δεν έχει κουμπάρο,
δεν έχει γη,
μα έχει καρδιά κι ιδρώτα.»
τα γέλια σταματούν.
ο κυρ ιωάννης την κοιτά.
ο νιόνιος τον κοιτά πίσω, χωρίς φόβο.
κανείς δεν μιλά.
μόνο το βιολί συνεχίζει, κοφτά, όπως ο άνεμος πάνω στα βράχια.
το ξημέρωμα βρίσκει τον νιόνιο πάλι στο χωράφι.
η δροσιά στάζει πάνω του.
σκάβει αργά, με ρυθμό.
τα πουλιά φωνάζουν απ’ τα δέντρα.
κάθε χτύπημα του φτυαριού ακούγεται σαν λέξη:
«δε θα μας θάψετε όλους.»
κι έτσι ζει η ιθάκη.
με φτωχούς που δεν έχουν γη,
με κουμπάρους που έχουν σφραγίδες,
και με μια σιωπή που μοιάζει με εξέγερση.
τα σχιστοκόλικα του νιόνιου γίνονται σημαία.
σημάδι πως ο άνθρωπος, όσο κι αν τον σκάβουν,
μπορεί να ριζώσει.
Ήτανε όμορφο θαρρώ
εκείνο τον παλιό καιρό
το καπηλειό μου
γιαλός, καημός και τσικουδιά
βαρμένα μέσα στην καρδιά
με τ’ όνειρό μου.
Και κάθε μέρα από βραδίς
ντουχιουντισμένος ο Βαρδής
με το λαούτο
με το κρασί του στον οντά
στον αμανέ του να κεντά
τον κόσμο τούτο.
Κι ο Σταύρος πέρα στη γωνιά
που γιά δυό χείλια βυσσινιά
τα σιγοπίνει
παίρνει νερό σαν τραγουδεί
‘που το λαούτο του Βαρδή
τον πόνο σβήνει.
Κι ο Μύρος πιάνει το χορό
το χώμα μόνο έχει οχτρό
χρυσά παλάτια
σε κάποια θάλασσα πλατιά
θυμάται, κόκκινα φωτιά
τα δυό του μάτια.
Θυμούμαι κάθε χαραυγή
πού ‘λεγα ο ήλιος να μη βγει
στην αγκαλιά σου
όνειρο βάρκα με πανιά
να σεριανίζω το ντουνιά
με τα φιλιά σου.
Αργό το ζάλο μου, βαρύ
ήτανε ψεύτικος μπορεί
ο έρωτάς σου
ρωτώ διαβάτες στα στενά
αν είδαν μάτια καστανά
σαν τα δικά σου.
Πως να δικάσω μιά ζωή
κι ένα αστέρι το πρωί
που τρεμοσβύνει
στο ερηπωμένο καπηλειό
ένα μου όνειρο παλιό
έχει ‘πομείνει.
Γεια σου χαρά σου Βενετιά
Πήρα τους δρόμους του νοτιά
Κι απ’ το κατάρτι το ψηλό
Τον άνεμο παρακαλώ
Φύσα αεράκι, φύσα με
Μη χαμηλώνεις ίσαμε
Να δω γαλάζια εκκλησιά
Τσιρίγο και Μονεμβασιά
Φύσα αεράκι, φύσα με
Μη χαμηλώνεις ίσαμε
Να δω γαλάζια εκκλησιά
Τσιρίγο και Μονεμβασιά
Γεια σου χαρά σου Βενετιά
Βγήκα σε θάλασσα πλατιά
Και τραγουδώ στην κουπαστή
Σ’ όλο τον κόσμο ν’ ακουστεί
Φύσα αεράκι, φύσα με
Μη χαμηλώνεις ίσαμε
Να δω στην Κρήτη μια κορφή
Που ‘χω μανούλα κι αδερφή
Φύσα αεράκι, φύσα με
Μη χαμηλώνεις ίσαμε
Να δω στην Κρήτη μια κορφή
Που ‘χω μανούλα κι αδερφή