«Πάλι με την άνοιξη/ φόρεσε χρώματα ανοιχτά/και με περπάτημα αλαφρύ/πάλι με την άνοιξη/πάλι το καλοκαίρι/χαμογελούσε» (ΑΝΟΙΞΗ μ.Χ., Γ. Σεφέρης).
Ετσι κι αυτή, σαν την γυναίκα που περιγράφει στο ποίημα, ξεκίνησε νωρίς το πρωί για τη δουλειά της, «φορώντας χρώματα ανοιχτά, σαν ανθισμένη αμυγδαλιά, μέσα στις φλογισμένες ακτίνες του ήλιου».
Μπροστά της άνοιγαν τα παράθυρα οι νοικοκυρές, τις πόρτες τους οι καταστηματάρχες. Καμιά φωνή, κανένα παράπονο, μικρού και μεγάλου παιδιού που δεν θέλει να ξυπνήσει για το σχολείο. Κοιμούνται αμέριμνα ώς την Κυριακή του Θωμά.
Αχ να ‘ταν μόνο αυτή η έννοια μας, σκέφτηκε, μα κανένα σύννεφο δεν φάνηκε ακόμα στον ορίζοντα του μυαλού της.
Η μέρα σήμερα είναι σαν καλοκαιρινή ερωτική σχέση. Υπόσχεται πολλά, κρατάει λίγο. Αλλά όσο τη ζεις, την απολαμβάνεις. Ετσι, λοιπόν, ήρθαν και οι συνάδελφοι στη δουλειά. Με την ίδια διάθεση ανανέωσης.
Με λίγο χώμα από τα πατρικά εδάφη ακόμα στα χέρια τους και ανακατεμένα μαλλιά από τον αέρα που φυσάει όταν τρέχει το αυτοκίνητο με ανοιχτά παράθυρα και όταν διασχίζει το πλοίο θάλασσες ανοιχτές.
Μέχρι το μεσημέρι κράτησε η φωτεινή άνοιξη στα χαμόγελά τους. Μέχρι το μεσημέρι, γύρω στις τρεις.
Μετά άρχισαν να γκριζάρουν οι τοίχοι των γραφείων, οι εντολές δινόνταν ορθά κοφτά. «Κάνε αυτό που σου λέω, ρε παιδί μου!», «Ακόμα να τελειώσεις την παραγγελία;», «Γρήγορα! Οι πελάτες περιμένουν».
Πώς το κατάλαβαν τα αγριολούλουδα του Πάσχα κι άρχισαν να μαραίνονται στο βάζο;Μήπως δεν αναπνέουν, δεν ζουν, σε τέτοιες πολικές θερμοκρασίες που επικρατούν στους εργασιακούς χώρους;
Πάντως, με τη λήξη του ωραρίου, οι κουρασμένοι άνθρωποι του απογεύματος με τους πιασμένους ώμους έχασαν τους ανάλαφρους πρωινούς βηματισμούς τους. Το βλέμμα τους δεν κοίταγε πια τον γαλανό αττικό ουρανό, αλλά το γκρίζο πεζοδρόμιο της πόλης.
Και η γυναίκα με το λουλουδάτο φόρεμα, που ξεκίνησε το πρωί «μέσα στους φρέσκους ροδαμούς» του ποιήματος; Πώς τη βρήκε το δειλινό;
Το ποίημα στο τέλος του λέει «πως έγινε λίμνη η μοναξιά,/ έγινε λίμνη η στέρηση,/ ανέγγιχτη κι αχάραχτη».
Αλλά οι ηρωίδες των ποιημάτων ίσως έχουν πάντα μια τύχη τραγική στο μυαλό των ποιητών.
Πάντως, αυτό το κορίτσι, αυτή η γυναίκα, τελειώνοντας τη δουλειά, φόρεσε και πάλι ένα ολάνθιστο χαμόγελο και βγήκε πάλι στους δρόμους της πόλης.
Γύρισαν οι φίλοι απ’ τις διακοπές και την περιμένουν απόψε στο γνωστό στέκι που κάνει την πόλη να μοιάζει σαν γενέθλια γη.