
iloveithaki.gr, 8/11/2025
μια πολιτική μηχανή με σπασμένα γρανάζια μιας παράξενης χώρας, από τον νιονιό τον μανιά του μήδη
στην αθήνα ξημερώνει.
οι κάμερες ανοίγουν πριν ξυπνήσει η πόλη.
οι τίτλοι γλιστρούν σαν βότσαλα.
τις ειδήσεις τις βλέπεις,
την πραγματικότητα την νιώθεις στο λαιμό.
κάθε μέρα δημοσκοπήσεις, συνήθως από το σκάι
στη γωνία εμφανίζεται ο αντώνης σαμαράς.
σταθερός σαν παλιό έπιπλο που λέει «κρατάω ακόμα».
μετράει ποσοστά.
ψάχνει τη δεξιά πέρα από τη κεντροδεξιά της νδ.
νίκη, σπαρτιάτες, λατινιπούλου, βελόπουλος.
ένα μπουκέτο από απόψεις που τσιμπάνε σαν τσουκνίδα.
δύσκολο να τα ενώσεις.
σχεδόν αδύνατο.
αλλά η ελληνική πολιτική αγαπά τα απίθανα.
πιο δίπλα ο αλέξης τσίπρας.
ήρεμος, υπολογισμένος.
μιλάει για το 20%.
η κεντροαριστερά απλώνεται σαν πλατύ ποτάμι.
συριζα, νεαρ, κασελάκης, πλεύση.
βάρκες πολλές.
νερό ένα.
όποιος δεν προσέχει μικραίνει χωρίς θόρυβο.
στο βάθος κινείται η οικογένεια μητσοτάκη.
με το δικό της μαύρο φως.
η αυτοπεποίθηση λέει «δεν χάνουμε».
τα μαύρα πνεύματα ευνοούν.
στη βοακ ο μαύρος αρχηγός μητσοτάκης καλπάζει.
πίσω του οι καπεταναίοι του ΟΠΕΚΕΠΕ,
οι αναλυτές λένε ότι τρέμει η ανατολική μεσόγειος.
ίσως τρέμει από τα γέλια.
ίσως τον επικυρήξει κι ο ερντογάν για να ανεβάσει ποσοστά.
η ντόρα περνάει σαν αυστηρή θεία που ξέρει τα μυστικά της οικογένειας.
«εμείς οι κρητικοί είμαστε άγριοι». έχουμε τουφέκια.
το κοινό ανασαίνει.
έχει δει αρκετή αγριάδα.
κυρίως στη τσέπη τους, στα τρόφιμα, στην υγεία, στην παιδεία, στους δρόμους.
ο χατζηγάκης κουβαλάει φακέλους με ταμεία, ευρωπαϊκά, τοπικά, φανταστικά.
κλείνει μάτι στον πολίτη. έχουμε για να κάνουμε εκλογές
ο πολίτης δεν ξέρει αν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει.
ο μαύρος αρχηγός καλεί τα μαύρα πνεύματα.
τραμπ. φραπέδες, λαμποργκίνι, χασάπηδες, πόρσε, τράπεζες, ομάδες αλήθειας
τηλεοπτικά στούντιο.
κι ύστερα έρχονται οι καφετέριες.
οι αιώνιοι καθρέφτες της μαύρης ψυχής μας.
κοφιτέριες γιομάτες.
στο κολωνάκι 5 ευρώ ο καφές.
στο χαϊδάρι, στη ρήγα φεραίου, ίδιο το έργο.
από την κρήτη ως την κοζάνη,
όπου υπάρχει έλληνας υπάρχει τραπεζάκι.
και πάνω τους πλανάται η εθνική απορία:
πώς γίνεται όλοι να δυσκολεύονται
κι όλοι να πίνουν.
οι έλληνες κοιτάζουν γύρω.
ψάχνουν τους ξύπνιους.
τους αθόρυβους ευκατάστατους.
αυτούς που «τα οικονομάνε» χωρίς δουλειά.
κάθονται στα διπλανά τραπέζια.
με φρέντο στο χέρι και προϊστορικό εκκαθαριστικό στην τσέπη.
κανείς δεν εξηγεί τίποτα.
κανείς δεν ρωτάει.
κι όλοι μαζί, πολιτικοί, πολίτες, σχολιαστές,
μοιάζουν με φιγούρες γελοιογραφίας που άλλαξαν σελίδα μόνες τους.
η χώρα συνεχίζει.
όχι επειδή ξέρει.
αλλά επειδή συνηθίζει.
κι όταν τελειώνει το πανηγύρι,
όταν σβήσουν τα φώτα, τα αστεία, τα ποτήρια και τα άλογα,
μένει μια χώρα που κοιτάζει τη νύχτα και την πείνα, σαν να ψάχνει πυξίδα.
εκεί, χωρίς φωνές και χειροκροτήματα,
ακούγεται μόνο ο παλιός παλμός της.
σιγανός.
πεισματάρης.
σαν καράβι που επιπλέει από συνήθεια.
Σπασμένο καράβι να ‘μαι πέρα βαθιά
έτσι να ‘μαι
με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά
να κοιμάμαι
Να ‘ν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω γύρω
με κουφάρι γειρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω
Να ‘ν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι να ‘ναι
και τα βράχια κατάπληκτα και τ’ αστέρια μακριά
να κοιτάνε
Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι
Έτσι να ‘μαι καράβι γκρεμισμένο νεκρό
έτσι να ‘μαι
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό
να κοιμάμαι
